Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Νότια των συνόρων, δυτικά της λύπης

Γράφει η  Μαρία  Χούκλη,
http://www.liberal.gr

Όλα μετεωρίζονται σε μιαν αβέβαιη πραγματικότητα. Όλα δείχνουν ρευστά στο κατακερματισμένο πλανητικό χωριό. Όπου και να κοιτάξεις, σαν να ξηλώνονται οι ραφές σε ο,τι γνωρίζαμε ως τώρα για κόσμο. Άραγε ξεκίνησαν οι ωδίνες του νέου αχαρτογράφητου αύριο; Μήπως βιάστηκε ο σύντομος αιώνας των Άκρων να καταργήσει τα σύνορα;

Προφητική η τέχνη. «Το Μετέωρο βήμα του πελαργού», Θόδωρος Αγγελόπουλος 1991. Ένας πολιτικός εξαφανίζεται έπειτα από μιαν περίεργη ομιλία του στη Βουλή. Ένας δημοσιογράφος, κάνοντας ρεπορτάζ στην παραμεθόριο γραμμή όπου έχουν εγκλωβιστεί μετανάστες και πρόσφυγες από διάφορες φυλές, συναντά έναν άνδρα που μοιάζει με τον αγνοούμενο πολιτικό. Κοντά στην οριογραμμή όλα είναι και δεν είναι.

Το τζιπ του στρατού αφήνει τον κεντρικό δρόμο και μπαίνει σ' ένα χωματόδρομο. Στη συμβολή τους υπάρχει η πινακίδα «Συνοριακή Ζώνη. Απαγορεύεται η φωτογράφιση». O συνταγματάρχης κάθεται δίπλα στον οδηγό, πίσω ο Αλέξανδρος και το συνεργείο. Λίγο μετά, στη στροφή του δρόμου βλέπουν μια μεγάλη σιδερένια γέφυρα, Bailey τις λέγανε τον καιρό του πολέμου. Ιδιόμορφη, απλώνει το σκουριασμένα φτερά της πάνω από πλατύ ποτάμι ... Το ελληνικό φυλάκιο βρίσκεται κρυμμένο, σχεδόν αθέατο, μέσα σε πυκνή βλάστηση. Κοντά στο ποτάμι στην όχθη σχεδόν, το παρατηρητήριο. Προβάλλει πανύψηλο, πάνω από τις κορφές των γυμνών δέντρων σαν παράξενο πουλί. Φρουροί παντού με όπλο στο χέρι.

Μια μικρή ομάδα στρατιωτών βγαίνει από το φυλάκιο και παρατάσσεται. O συνταγματάρχης χαιρετά τον νεαρό αξιωματικό. Έπειτα παρουσιάζει τους στρατιώτες. Παιδιά από διάφορα σημεία της χώρας. Ντροπαλοί μπροστά στην κάμερα, έπειτα ξεθαρρεύουν και μιλάνε για την εμπειρία να ζει κανείς στα σύνορα. Ένας λέει ότι δεν φοβάται παρά μόνο τη βουή του ποταμού τη νύχτα. Κάποιος άλλος, την ώρα που δεν περνάει, ένας τρίτος τη λάθος κίνηση που μπορεί να 'ναι μοιραία. O συνταγματάρχης οδηγεί τον Αλέξανδρο και το συνεργείο στη γέφυρα. Τα φαγωμένα σανίδια τρίζουν κάτω από τα πόδια τους. Περπατάνε αργά, προσεχτικά με το νου στους απέναντι. O αξιωματικός εξηγεί τι είναι γι' αυτόν σύνορο, σύνορα. Ένας στρατιώτης με το αυτόματο σε στάση αναμονής. O αξιωματικός παρακολουθεί το γεγονός με τη διόπτρα. O συνταγματάρχης με τον Αλέξανδρο και το συνεργείο φτάνουν στο κέντρο της γέφυρας. Κάτω από τα πόδια τους το ποτάμι βουίζει αργοσάλευτο. Μια περίεργη στενόμακρη σημαία χωρίζει τη γέφυρα στα δυο. Τα σύνορα. O συνταγματάρχης πατάει τη γαλάζια γραμμή. Μένει ακίνητος μια στιγμή. Έπειτα σηκώνει το ένα πόδι και στέκει έτσι σα πελαργός. Στρέφει το κεφάλι του στον Αλέξανδρο.
-Αν κάνω ένα βήμα, λέει χαμογελώντας αινιγματικά, είμαι... αλλού... Γυρίζει και κοιτάζει τον φρουρό -...ή πεθαίνω, συμπληρώνει.

Σιωπή. Το βουητό του ποταμού. Αναμνήσεις από το εγγύς μέλλον;
Τι είναι τα σύνορα; Το εδώ του παλιού κόσμου το ξέρουμε. Το εκεί του νέου πώς θα είναι; «Είναι επώδυνο να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο όπως είναι και ευχάριστο να τον ονειρεύεσαι όπως τον επιθυμείς».

Πώς να δώσουμε σχήμα και μορφή σε όσα χάνονται και μας αφήνουν με στυφά συναισθήματα;
 Ένας αγρότης ζει μόνος στη σιβηρική τούνδρα. Κάθε μέρα οργώνει τα χωράφια του. Σηκώνει το βλέμμα. Μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι, τίποτα. Στα βόρεια, στα ανατολικά, στα νότια, στα δυτικά, παντού κενός ορίζοντας. Κάθε ανατολή πηγαίνει να εργαστεί, κάθε δύση γυρίζει για ύπνο. Ο κύκλος συνεχίζεται χρόνο με τον χρόνο, μονότονα χωρίς τίποτα να αλλάζει. Και τότε μια μέρα, κάτι μέσα του πεθαίνει. Η ιστορία επινοημένη από τον Haruki Murakami, μιλάει για την αναμονή, την απουσία και την απώλεια.

Η ιστορία μας. Νότια των συνόρων, δυτικά της λύπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου