Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Τρόμος στο Μαξίμου από τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις…



Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού αλλά δεν έχουν σταματήσει οι κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, που προκαλούν πονοκεφάλους στο Μέγαρο Μαξίμου. Γιατί βλέπουν τη διαφορά ανάμεσα στο Σύριζα και τη ΝΔ να διευρύνεται και να κινείται πλέον σε διψήφια νούμερα, αποκλειστικά εξαιτίας της κατάρρευσης του Σύριζα και όχι της ανόδου της Νέας Δημοκρατίας. Κυβερνητικοί κύκλοι αναγνωρίζουν κατ΄ ιδίαν ότι, αυτή τη στιγμή οι δημοσκοπικές επιδόσεις του Σύριζα κινούνται στο  15 - 16%, ακόμη και με αναγωγή των αναποφασίστων!

Μεγάλη πληγή για το κυβερνητικό κόμμα αποτελεί η αποσυσπείρωση του, που είναι εξαιρετικά σοβαρή. Είναι λίαν αμφίβολο αν, σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, θα ενισχυθεί σημαντικά η συσπείρωση, εκτιμάται ότι μόνον οριακά μπορεί να κινηθεί ανοδικά. Αναλυτές τονίζουν πως, «οι ψηφοφόροι που έχουν φύγει στην καλύτερη περίπτωση θα επιλέξουν την αποχή την ώρα των εκλογών. Στη χειρότερη, θα ψηφίσουν ένα από τα άλλα κόμματα».

Η κατάσταση αυτή ενισχύει τις διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό του Σύριζα, πράγμα που είναι καθημερινά ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Δίνουν και παίρνουν οι αναλύσεις για πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο, ώστε να σωθεί οτιδήποτε κι αν σώζεται. Αν και άλλα κυβερνητικά στελέχη διατυπώνουν την αντίθεση τους με την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Δεν είναι τυχαία η χρονική στιγμή που επελέγη για να έρθει στη Βουλή το θέμα του νέου εκλογικού νόμου, που αποτυπώνει ξεκάθαρα την παραδοχή του δεύτερου κόμματος από τον Σύριζα.

Σπασμωδικές κινήσεις, όπως οι αλλαγές στον  ΕΝΦΙΑ, η μετάθεση της πρώτης δόσης για τον Σεπτέμβρη, οι φιέστες για εγκαίνια έργων (όπως το πάρκο στον Άγιο Δημήτριο Αττικής και το αεροδρόμιο στην Πάρο), που αποτελούν ουσιαστικά κληρονομιά προηγούμενων κυβερνήσεων, η διοργάνωση στημένων εκδηλώσεων για ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα όπως η  συνταγματική αναθεώρηση, αποτελούν προσπάθεια να αλλάξει η ατζέντα της επικαιρότητας που καίει την κυβέρνηση και να προετοιμαστεί κατάλληλα το έδαφος για εκλογικό αιφνιδιασμό.

Μέχρι τώρα δεν τους βγαίνουν αυτοί οι σχεδιασμοί, γιαυτό κι ο πανικός από την τροπή που πήρε τελικά η πρωτοβουλία για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Είναι βέβαιο ότι, όσο τα μηνύματα από την κοινωνία και τις δημοσκοπήσεις θα είναι ηχηρά δυσμενή, τόσο θα εντείνονται οι προσπάθειες εξωραϊσμού της εικόνας της κυβέρνησης με αιχμή του δόρατος τον ίδιο τον κ. Τσίπρα. Από τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας θα κριθεί τελικά προς τα που θα κατευθυνθούν οι πολιτικές εξελίξεις.

Μια θεωρία που διατυπώνεται επίσης με σοβαρές δόσεις αξιοπιστίας είναι πως   η απόφαση για το πότε θα γίνουν εκλογές θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τα ποινικά θέματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση ΣυριζΑνελ για τη  «διαπραγμάτευση»  που έκανε πέρυσι και μας οδήγησαν στο τρίτο Μνημόνιο. Η σχετική συζήτηση στη Βουλή πάνω στην πρόταση της ΝΔ περί σύστασης εξεταστικής επιτροπής για τις ευθύνες Τσίπρα-Βαρουφάκη στην κρίσιμη εκείνη περίοδο, δείχνει τον φόβο και των δυο για τυχόν καταλογισμό ευθυνών σε βάρος τους. Η παραγραφή πλανάται πλέον στα σοβαρά στους όποιους σχεδιασμούς τους …






Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Παπαχελάς:Μας οδηγούν στη δραχμή! Βελούδινο διαζύγιο με Ευρωζώνη με ευθύνη της Αθήνας...

Του Αλέξη  Παπαχελά από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
 http://thecaller.gr

Οταν τελειώσει το καλοκαίρι, αυτή η κυβέρνηση θα έλθει αντιμέτωπη με την πραγματικότητα και την απύθμενη οργή των πολιτών. Τίποτα δεν θα το σταματήσει αυτό, ούτε η μανιώδης προσπάθεια ελέγχου της ενημέρωσης με κάθε μέσο. Μαζί με όποιον άλλο δαίμονα κατασκεύασαν, θα βρεθούν στο στόχαστρο, θα γευθούν το δηλητήριο με το οποίο πότισαν τα μυαλά των πολιτών.

Απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας ακούγεται μονότονα η ίδια κουβέντα: «Αυτή η συνταγή με φόρους και εισφορές δεν βγαίνει». Τα υπολείμματα της μεσαίας τάξης βλέπουν μπροστά τους το φάσμα της χρεοκοπίας. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες το ίδιο. Κανείς, μα κανείς, δεν σχεδιάζει να επενδύσει με τόσο μεγάλο κόστος και τη διαρκή αβεβαιότητα ενός παράλογου κυνηγητού από το ελληνικό κράτος. Ισως η εξαίρεση να είναι κάποια υπερδύναμη που υπηρετεί στρατηγικούς στόχους και απαιτεί ειδικό καθεστώς για να ρισκάρει τα χρήματά της. Αλλος αποκλείεται.

Σε όλη την Ελλάδα βασιλεύει και πάλι το «μαύρο». Και το χειρότερο; Αποενοχοποιήθηκε ένα τμήμα της κοινής γνώμης που ήταν το μόνο που αντιστεκόταν σε αυτήν την παλιά συνήθεια. Τώρα δεν προλαβαίνει να ακούσει την ερώτηση «200 ευρώ ή 154;» και δίνει την απάντηση χωρίς τύψεις. Τον κόσμο εξοργίζει ακόμη ότι οι υπηρεσίες που λαμβάνει ως αντάλλαγμα για τους τρελούς φόρους καταρρέουν με ραγδαίο ρυθμό, λόγω διαχειριστικής ανεπάρκειας.Ολα αυτά θα φουντώσουν σε λίγους μήνες. Οι πολίτες που έχουν ακόμη την ψυχραιμία να αναλύουν τα πράγματα θα καταλάβουν ότι αυτό συμβαίνει όταν έχεις μια χώρα με ευρώ να κυβερνάται με δραχμικό τρόπο. Οι υπόλοιποι, και είναι οι περισσότεροι, θα αρχίσουν να σκέπτονται και πάλι τη δραχμή και τη χρεοκοπία ως λύση. Αν κρατήσει πολύ αυτό το επεισόδιο, η Ελλάδα θα λουμπενοποιείται και ουκρανοποιείται ταυτόχρονα. Είχαμε μπει σε αυτόν τον δρόμο λόγω της σαπίλας ενός τμήματος του ελληνικού κατεστημένου, τώρα πάμε προς αυτή την κατεύθυνση πιο γρήγορα. Οποιος μπορεί να βρει την τύχη του εκτός συνόρων θα το κάνει.

Και στο τέλος του επεισοδίου, ο κ. Σόιμπλε θα χαμογελάει με νόημα καθώς θα βλέπει να δικαιώνεται με τον πιο μακιαβελικό τρόπο. Το αίτημα για ένα βελούδινο διαζύγιο Ελλάδας – Ευρωζώνης θα προέρχεται από την Αθήνα, που πήρε την ευθύνη της καταστροφικής συνταγής.

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Πρώτο βήμα για ενιαία Κεντροαριστερά

Το πόρισμα της Επιτροπής Διαλόγου αποτελεί βάση για την πορεία προς τη συγκρότηση κοινού φορέα

Του  Άρη  Ραβανού,
 www.tovima.gr

Η σπορά έγινε έπειτα από πολύμηνη εντατική προσπάθεια και μένει να φανεί ποια θα είναι η πολιτική σοδειά στον... πολύπαθο τα τελευταία μνημονιακά χρόνι, χώρο του προοδευτικού Κέντρου. Η παρουσίαση την περασμένη Πέμπτη του κοινού πορίσματος της Επιτροπής Διαλόγου και Θέσεων για τις Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις ήταν μόνο η αρχή για τους Φιλελεύθερους και Προοδευτικούς του Κέντρου, τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Κεντροαριστερούς και τους Ανανεωτές της Αριστεράς, όπως αυτοπροσδιορίζονται οι περισσότεροι.

Η νέα πορεία

Το πόρισμα της Επιτροπής που συγκροτήθηκε προ τριμήνου μετά τη συμφωνία της Φώφης Γεννηματά και του Σταύρου Θεοδωράκη αποτελεί ουσιαστικά μια προγραμματική συμφωνία σε 10 τομείς η οποία θεωρείται μια καλή βάση για την πορεία προς τη συγκρότηση ενός ενιαίου φορέα.  

Το πόρισμα που καλύπτει δέκα τομείς θα αξιολογηθεί από τα κόμματα και τους φορείς που συμμετέχουν σε αυτό το ενδιαφέρον εγχείρημα για την «αναγέννηση» της Κεντροαριστεράς και μετά θα αποφασιστεί ο «οδικός χάρτης» για την εκλογή ηγεσίας, η οποία και θα προηγηθεί.

Η εκλογή αρχηγού προγραμματίζεται να γίνει στα μέσα ή τέλη φθινοπώρου από τη βάση, με ανοιχτές διαδικασίες και εγγυήσεις και μετά θα υπάρξει συνέδριο και συγκρότηση ενός νέου, ενιαίου προοδευτικού μεταρρυθμιστικού φορέα. Σύμφωνα με πληροφορίες, με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα υπάρξουν τουλάχιστον τέσσερις υποψηφιότητες, ενώ μία από αυτές θα είναι έκπληξη, σύμφωνα με όσα συζητούνται στο παρασκήνιο.

Πέρα από το πολιτικό πλαίσιο που τέθηκε για τη δημιουργία  μιας νέας Κεντροαριστεράς και στη σκιά των επικρίσεων του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα προς ΠαΣοΚ και Ποτάμι για τη μη ψήφιση της απλής αναλογικής, στόχος είναι από εδώ και πέρα και η προβολή των θέσεων και η ενδυνάμωση του μηνύματος στην κοινωνία. Ο βασικός στόχος είναι να ξανασυναντηθεί ο χώρος με στελέχη και παράγοντες, αλλά κυρίως να ξαναπιάσει το νήμα με ψηφοφόρους που είτε προτιμούν τη θαλπωρή του σπιτιού τους είτε λοξοκοιτάζουν σε άλλες πολιτικές οικίες, όπως π.χ. ορισμένοι στη ΝΔ.

Στις διαδικασίες για τη διαμόρφωση των προτάσεων συμμετείχαν εκτός από βουλευτές και στελέχη των κομμάτων και των κινήσεων του χώρου, περισσότερες από 200 διακεκριμένες προσωπικότητες.

Από την κίνηση αυτή δίνεται, παρά τις διαφωνίες και διαφορές, και το σήμα για την έναρξη των διαδικασιών για τη συγκρότηση του νέου, ενιαίου προοδευτικού μεταρρυθμιστικού φορέα με απόλυτο σεβασμό, όπως λένε οι πρωτεργάτες, «στη διαφορετικότητα και στην ιστορική διαδρομή κάθε κόμματος και κάθε κίνησης που μετέχει σε αυτόν τον διάλογο». Παράλληλα, είναι σαφής η οριοθέτηση του χώρου, αφού τονίζεται στο κείμενο της Επιτροπής ότι «η Ελλάδα δεν αντέχει την καταστροφική πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ταυτόχρονα, στην άλλη μεριά του πολιτικού συστήματος, η συντηρητική ΝΔ αδυνατεί να προσφέρει τις λύσεις που έχει ανάγκη ο τόπος».

Η αναθεώρηση

Επ' ευκαιρία της έναρξης της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος έχει ενδιαφέρον η πρόταση της Επιτροπής η οποία έχει βασικούς άξονες: α) την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας (να συγκαλεί το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, να ορίζει τους προέδρους των Ανεξάρτητων Αρχών κ.ά.), β) ο ΠτΔ να εκλέγεται από τη Βουλή (στην 1η ψηφοφορία εκλογής με 2/3 της Βουλής, στη 2η με 3/5 και στην 3η με 160 ψήφους) και αν δεν είναι εφικτό να παρατείνει η θητεία του κατά ένα έτος για να μη διαλυθεί η Βουλή, γ) η κυβέρνηση εκλέγεται για τέσσερα χρόνια, δ) ενίσχυση του ρόλου της Βουλής και πλειοψηφία 3/5 για τη διάλυση της Βουλής, ε) η Βουλή μπορεί με απόφαση 151 βουλευτών να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση και να προτείνει νέο πρωθυπουργό, στ) η συνταγματικότητα των νόμων κρίνεται μόνο από τα ανώτατα δικαστήρια, ζ) αναθεώρηση του άρθρου 86 «Περί ευθύνης υπουργών» (οι υπουργοί να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες παραγραφής με εκείνους των υπολοίπων πολιτών), η) αλλαγή άρθρων για ασυλία βουλευτών και θ) αναθεώρηση του άρθρου 16 (ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων με διαδικασίες αυστηρής πιστοποίησης και διαρκούς αξιολόγησης).


ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ
Ο βασικός στόχος είναι να ξανασυναντηθεί ο χώρος με στελέχη και παράγοντες αλλά κυρίως να ξαναπιάσει το νήμα με ψηφοφόρους που είτε προτιμούν τη θαλπωρή του σπιτιού τους είτε λοξοκοιτάζουν σε άλλες πολιτικές οικίες.


 

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Τουρκία: Το πραξικόπημα τελείωσε, έρχεται κι άλλο...

Διονύσης  Μαρίνος,
http://www.protagon.gr

Γιατί ο Ερντογάν και οι ΗΠΑ έπρεπε να «διαβάσουν» καλύτερα τα προειδοποιητικά σημάδια – Γιατί το παράδειγμα του Πακιστάν μπορούσε να τους κάνει σοφότερους – Πόσο πιθανό είναι να συμβεί σύντομα νέο πραξικόπημα

Τώρα, λίγα 24ωρα έπειτα από το πραξικόπημα-παρωδία, έχει άραγε δικαίωμα ο Ταγίπ Ερντογάν να αισθάνεται ξαφνιασμένος; Μπορεί να θεωρήσει εαυτόν προδομένο από τους στρατιωτικούς ή, τέλος πάντων, ότι δεν του άξιζε να του συμβεί αυτή η περιπέτεια;
Ο βρετανός αναλυτής Ρόμπερτ Φισκ, ειδικός σε θέματα της Μέσης Ανατολής, αναλύοντας την κατάσταση στην Τουρκία για τις ανάγκες ενός άρθρου του στην εφημερίδα Independent, σημείωσε ότι ο τουρκικός στρατός ποτέ δεν «υποσχέθηκε» ότι θα μείνει εσαεί υποχωρητικός. Τη στιγμή, μάλιστα, που ο Ερντογάν δημιουργούσε παντού εχθρούς και μετέτρεπε τη χώρα του σε παρωδία του εαυτού της. Ποιος, αυτός που διατεινόταν πως επί των ημερών του θα αναδυθεί ξανά η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το μέγα λάθος που κάνει ο Ερντογάν, σημειώνει ο Φισκ, είναι να θεωρήσει πως η ήττα των πραξικοπηματιών θα σημάνει αυτομάτως και την πλήρη υποταγή του Στρατού στον σουλτάνο του.
Κοιτώντας μακροσκοπικά τα γεγονότα στην Τουρκία μπορεί κανείς να σημειώσει ότι εντάσσονται σε μια γενικότερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Παρόμοια «τραύματα» φέρουν το Ιράκ, η Συρία, η Αίγυπτος, αλλά και ο λοιπός αραβικός κόσμος. Η αστάθεια είναι πλέον μεταδοτική, όπως και η διαφθορά μεταξύ των προυχόντων, των δικτατόρων και των αυτοκρατόρων που διαφεντεύουν τις τύχες των χωρών της περιοχής. Φυσικά, ο Ερντογάν ανήκει σε αυτή τη χορεία. Ειδικά από τη στιγμή που προχώρησε σε συνταγματική αναθεώρηση ισχυροποιώντας τη θέση του και ξεκίνησε νέες συγκρούσεις με τους Κούρδους.
Ο  Μόρσι  και  ο ρόλος των ΗΠΑ
Περιττό να ειπωθεί ότι η πρώτη αντίδραση της Ουάσιγκτον ήταν αρκούντως διδακτική. Αυτό που ανέφερε ευθαρσώς η αμερικανική διπλωματία ήταν ότι οι Τούρκοι πρέπει να υποστηρίξουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνησή τους. Βέβαια, η λέξη «δημοκρατική», στην περίπτωση της Τουρκίας, έχει μια διασταλτική ερμηνεία, γι’ αυτό και ο αμερικανός εκπρόσωπος χρειάστηκε να την «καταπιεί» αμάσητη.

Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά: οι ΗΠΑ δεν ζήτησαν το ίδιο από τον αιγυπτιακό λαό το 2013 όταν ανατράπηκε η κυβέρνηση Μόρσι. Σε αντίθεση με την τωρινή περίπτωση που παρακάλεσαν τον τουρκικό λαό να ταχθεί με το μέρος της «νομιμοφροσύνης», στην περίπτωση της Αιγύπτου, οι ΗΠΑ τάχθηκαν με το μέρος των πραξικοπηματιών. Τη στιγμή μάλιστα που εκείνο το πραξικόπημα ήταν σαφώς πιο αιματηρό από το τωρινό της Τουρκίας. Τι θα συνέβαινε αν ο τουρκικός στρατός τα κατάφερνε; Μάλλον, ο Ερντογάν να δοκίμασε την ίδια περιφρόνηση που υπέστη και ο Μόρσι.
Τι περιμένεις από τους Δυτικούς;
Το δηκτικό σχόλιο του Φισκ είναι το εξής: «Τι περιμένεις από τα δυτικά κράτη όταν προτιμούν τη σταθερότητα από την ελευθερία και την αξιοπρέπεια;» Υπό αυτό το πρίσμα είναι έτοιμοι να δεχθούν τα στρατεύματα του Ιράν και τους πιστούς ιρακινούς εθνοφρουρούς να ενώνουν τις δυνάμεις τους κατά του ISIS – καθώς και να δεχθούν τους 700 σουνίτες, οι οποίοι «εξαφανίστηκαν» αμέσως μετά την ανακατάληψη της Φαλούτζα. Οι δυτικοί είναι έτοιμοι να μετριάσουν ακόμη και την επιθυμία τους να αποχωρήσει από το κάδρο ο Ασαντ.
Αν ανατρέξει κανείς στην Ιστορία θα θυμηθεί ότι κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι νικήτριες δυνάμεις διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο τεμαχισμός είχε ως αποτέλεσμα το διαμοιρασμό των περιοχών της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας σε βάναυσους βασιλιάδες, φαύλους συνταγματάρχες και ουκ ολίγους δικτάτορες. Αν υπάρχει μια κοινή μήτρα που ενώνει τον Ερντογάν με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είναι αυτό ακριβώς το σκοτεινό παρελθόν.
Το παράδειγμα του Πακιστάν
Το ερώτημα είναι αν υπήρξαν προειδοποιητικά σημάδια τόσο για τον Ερντογάν όσο και για τη Δύση. Η απάντηση είναι κατηγορηματική: ναι, υπήρξαν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις συσχετίσεις με το Πακιστάν. Η χώρα χρησιμοποιήθηκε με ξεδιάντροπο τρόπο από τους Αμερικανούς ως «υποδοχέας» πυραύλων, όπλων και χρημάτων για τους μουτζαχεντίν, οι οποίοι πολεμούσαν τους Ρώσους. Το Πακιστάν, μια επίσης πετσοκομμένη -πρώην- αυτοκρατορία, μετατράπηκε σε ένα αποτυχημένο κράτος. Ολόκληρες πόλεις καταβροχθίστηκαν από μαζικές ρίξεις βομβών, η διαφθορά στο στρατό έγινε κοινή πρακτική, ενώ οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας συνεργάστηκαν με τους εχθρούς της Ρωσίας –ακόμη και με τους Ταλιμπάν- και στη συνέχεια εισήλθαν στις τάξεις τους ισλαμιστές, οι οποίοι τελικά έφτασαν να απειλούν το ίδιο το κράτος.
Το λάθος του Ερντογάν
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την Τουρκία, η οποία υπηρέτησε πιστά τα σχέδια των ΗΠΑ για τη Συρία. Μέσω Τουρκίας έγιναν οι αποστολές όπλων στους αντάρτες, ενώ οι διεφθαρμένες υπηρεσίες πληροφοριών συνεργάστηκαν με τους ισλαμιστές με σκοπό να διασπάσουν το πλέγμα της κρατικής εξουσίας στη Συρία.

Η διαφορά ανάμεσα στο Πακιστάν και την Τουρκία είναι ότι η τελευταία ξεκίνησε πόλεμο με τους Κούρδους στα νοτιο-ανατολικά σύνορα της χώρας με αποτέλεσμα περιοχές όπως το Ντιγιαρμπακίρ να έχει γίνει κρανίου τόπος όπως το Χαλέπι ή την πόλη Χομς. Όταν ο Ερντογάν συνειδητοποίησε το κόστος του ρόλου που επωμίστηκε ήταν πολύ αργά για… δάκρυα. Μπορεί να ζήτησε συγγνώμη από τον Πούτιν και να μπάλωσε τις σχέσεις του με τον Μπένζαμιν Νετανιάχου, αλλά είχε χάσει πλέον την εμπιστοσύνη του στρατού του. Αυτό είναι ένα «κενό» που δεν πληρώνεται εύκολα.
Αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν, αναβαπτισμένος όπως είναι, έχει ξεκινήσει ένα πογκρόμ εναντίον στρατιωτικών, δικαστικών ή γενικώς υπόπτων για συνεργασία στο πραξικόπημα. Οι συλλήψεις φτάνουν σε τετραψήφιο αριθμό. Το ερώτημα είναι αν αυτή η στιγμιαία επιτυχία του θα τον ενθαρρύνει να αναλάβει περισσότερες «πρωτοβουλίες». Όπως: φυλακίσεις δημοσιογράφων, κλείσιμο εφημερίδων, δολοφονίες περισσότερων Κούρδων και άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915.
Τι συμβαίνει με τους Κούρδους
Για τους Ευρωπαίους η θυελλώδης σχέση της Τουρκίας με τους Κούρδους δεν μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητή. Για τον Ερντογάν, οι Κούρδοι δεν είναι τίποτα άλλο από τρομοκράτες. Ωστόσο, η λέξη «τρομοκράτης» έχει διαφορετικές συνδηλώσεις για τους Αμερικανούς, τους Ρώσους ή τους Ευρωπαίους – για τη Δύση γενικότερα. Κάπως έτσι είχαν αντιμετωπίσει και τους Αρμένιους κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορεί ο Κεμάλ Ατατούρκ να ήταν ένα καλός, κοσμικός μονοκράτορας παλαιάς κοπής, ο οποίος θαυμαζόταν ακόμη και από τον Αδόλφο Χίτλερ, ωστόσο ο αγώνας του για την ενοποίηση της Τουρκίας βρήκε απέναντί του τις λογής φατρίες που είχαν στοιχειώσει την τουρκική ενδοχώρα – παράλληλα με τις σκοτεινές (και εν πολλοίς δικαιολογημένες) υποψίες για το διπλό παιχνίδι που έπαιξαν οι δυτικές δυνάμεις κατά του τουρκικού κράτους.

Αυτό που εξάγεται ως συμπέρασμα από τα δραματικά γεγονότα στην Τουρκία είναι ότι αναπτύσσεται ένα περίεργο τόξο αποτυχημένων κρατών που ξεκινάει από τα σύνορα της ΕΕ, μέσω της Τουρκίας, της Συρίας και του Ιράκ, περιλαμβάνει τμήματα της χερσονήσου του Σινά, της Αιγύπτου, της Λιβύης και της Τυνησίας. Ως φαίνεται, ένας διαφορετικός διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναπτύσσεται ξανά στις μέρες μας, κάτω από άλλους όρους και άλλες συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι το πραξικόπημα στην Τουρκία θα είναι ένα από τα πολλά που αναμένεται να δούμε να συμβαίνουν τους επόμενους μήνες ή τα επόμενα χρόνια.


 



 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

«Σκοτώνουν» τα τρένα όταν γεράσουν

Γράφει η  Μαρία  Χούκλη,
www.liberal.gr

Ο Οράτιος Μακ Κοϋ δεν ευτύχησε να δει το μυθιστόρημά του να γίνεται best seller στην Αμερική του '35. Ούτε πρόλαβε να γευθεί έστω την επιτυχία του όταν το μετάφερε στον κινηματογράφο συγκινητικά η συνταρακτική ευαισθησία του Σύντνεϊ Πόλλακ. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν «They Shoot Horses, Don't They?» όπως ήταν η ακροτελεύτια φράση του κεντρικού ήρωα. Τον ίδιο τίτλο είχε και η ταινία του 1969 Σκοτώνουν τ'άλογα όταν γεράσουν.

Έκτοτε έγινε σλόγκαν, στιφό και πικρό μαζί σαν το μήνυμα που κουβαλάει.

Το αδυσώπητο τέλος που μπορεί να επιφυλάσσουν στους ανθρώπους οι σκοτεινές μέρες της  οικονομικής κρίσης, ήταν το θέμα του Αμερικανού συγγραφέα.

Η απόγνωση για λίγα χρήματα που θα κρατήσουν άσβεστη την ελπίδα της επιβίωσης, οδηγεί σε χορευτικούς μαραθώνιους.

Είναι εξοντωτικοί διαγωνισμοί στοιχηματισμού που σώζουν -έστω πρόσκαιρα- τη ζωή όσων κερδίζουν. Το θέαμα κρατούσε μέρες, είναι ανελέητο πέρα από τα όρια της εξάντλησης για τους συμμετέχοντες. Οι περισσότεροι πέφτουν ξέπνοοι, διαλυμένοι, σαν κουφάρια αυτού που ήταν όταν ξεκίνησαν τα στροβιλίσματα για να δελεάσουν τους χορηγούς και όσους ήθελαν να ποντάρουν πάνω τους προσδοκώντας κέρδη.

Ο  Οράτιος Μακ Κοϋ το φαντάστηκε με τους ανθρώπους να βγαίνουν στο σφυρί για λίγα δολάρια. Γιατί να μην ισχύει και για τα πράγματα ή για μια χώρα;

-Πόσο πάει;
-Μόνο φράγκα εφτά, αφού το θέλεις, πάρτο.

Αν σαρανταπέντε εκατομμύρια ευρώ δεν είναι “σκότωμα” τότε οι λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους.

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Ιστορική έρευνα- Τα σκοτεινά παρασκήνια των εκλογικών νόμων


Του Γεωργίου Π. Μαλούχου,
 www.tovima.gr
 
«Η απλή αναλογική είναι το μόνο σύστημα που οδηγεί στη γνήσια και ανόθευτη δημοκρατία»: ποιος μπορεί άραγε να διαφωνήσει με αυτή την τόσο άδολη φράση, η οποία τις τελευταίες ημέρες έχει γίνει και πάλι τόσο επίκαιρη με τη μετάθεση της φλέγουσας πραγματικότητας της χώρας στην αλλαγή του εκλογικού νόμου; Μπορεί να διαφωνήσει όποιος γνωρίζει ότι η Βουλή που έφερε στην εξουσία τον Ιωάννη Μεταξά ως πρωθυπουργό τον Απρίλιο του 1936, για να γίνει λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, δικτάτορας, είχε εκλεγεί με ανόθευτη, απλή αναλογική! Στον αντίποδα, μια άλλη φράση αξέχαστη και χιλιοειπωμένη στα χρόνια της Μεταπολίτευσης: «Η χώρα χρειάζεται ισχυρές κυβερνήσεις με σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή για να κυβερνηθεί». Και κυβερνήθηκε. Ηταν όμως ακριβώς με μια σειρά τέτοιων ισχυρών κοινοβουλευτικά κυβερνήσεων που εν τέλει η Ελλάδα οδηγήθηκε στην πτώχευση και στον διεθνή οικονομικό έλεγχο! Επιπλέον, οι ίδιοι νόμοι που στήριξαν αυτές τις ισχυρές κυβερνήσεις ήταν εκείνοι που έφεραν με ισχύ στην εξουσία επόμενες, οι οποίες είχαν εν πολλοίς χτίσει την εκλογική ρητορική τους στην κάθετη εναντίωση σε αυτούς ακριβώς τους νόμους, για να την ξεχάσουν μετά για πολύ καιρό και να την ανασύρουν όταν και πάλι θα καλούσε η σκοπιμότητα της εκλογικής συγκυρίας, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Oχι λοιπόν μόνο η Ιστορία αλλά, δυστυχώς, και η νυν πραγματικότητα αποδεικνύει και αυτή με τη σειρά της, πολύ επώδυνα, ότι τα στερεότυπα αυτού του είδους όχι μόνο δεν αντέχουν στη βάσανο της αληθείας αλλά, πολύ συχνά, υποκρύπτουν μεθοδεύσεις και στόχους εντελώς άλλους ή και ενάντιους προς εκείνους τους οποίους δημοσίως επικαλούνται...

Το Σύνταγμα είναι η τεχνική της πολιτικής ελευθερίας, έλεγε ο Αριστόβουλος Μάνεσης. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο εκλογικός νόμος μπορεί να γίνει η τεχνική της αρπαγής της εξουσίας - και μάλιστα ενίοτε σε οριακή σχέση με το Σύνταγμα και όσα αυτό προσπαθεί να περιφρουρήσει ως προς τη συσχέτιση της ψήφου των πολιτών στις κάλπες και της αποτύπωσής της σε έδρες των κομμάτων στη Βουλή και, συνεπώς, σε κυβερνήσεις. Μαζί με τους διορισμούς, τα ρουσφέτια, τις παροχές, την προπαγάνδα, τα συχνά ασύστολα πολιτικά ψεύδη, καθώς και, ορισμένες φορές, άλλες λιγότερο «ευγενείς» μορφές επηρεασμού των πολιτών, το εκλογικό σύστημα υπήρξε παραδοσιακά ο τελικός μηχανισμός της εξουσίας να «διορθώνει», με τρόπο προσφιλέστερο προς την ίδια, τη βούληση του εκλογικού σώματος. Γι' αυτό άλλωστε έχουμε και τόσους εκλογικούς νόμους: όχι επειδή λείπει η «τεχνογνωσία» να φτιάξουμε έναν σταθερό και πολιτικά τίμιο, αλλά επειδή, αντίθετα, αυτή περισσεύει, ώστε κάθε λίγο οι κυβερνήσεις να επιχειρούν να τον φέρουν όλο και πιο κοντά στα μέτρα τους, συχνά πάντως επιτυγχάνοντας τελικά, σε βάθος χρόνου, το αντίθετο από το προσδοκώμενο για αυτές αποτέλεσμα: έχει συμβεί ένας εκλογικός νόμος που ψήφισε μια κυβέρνηση ελπίζοντας ότι θα τη διατηρήσει αιωνίως στην εξουσία να αποδειχθεί τελικά εργαλείο της, ενίοτε άτακτης, πτώσης της.

Αναζητώντας τους 200

Το κυβερνητικό σχέδιο για το επόμενο εκλογικό σύστημα δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί. Πάντως η κατεύθυνση (πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για μια «αριστερή» κυβέρνηση;) είναι η απλή αναλογική αλλά με διατήρηση του πλαφόν του 3% (ή λίγο μικρότερο) για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή, και για περιορισμό ή ενδεχομένως και για κατάργηση του «μπόνους». Ολα αυτά όμως δεν είναι ακόμη παρά σχεδιασμοί επί χάρτου, καθώς ο δρόμος είναι μακρύς: πρέπει να τα βρουν στην ίδια την κυβέρνηση μεταξύ τους (τόσο οι δύο εταίροι όσο και οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσά τους), πρέπει μετά να τα βρουν με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με μία σειρά από κόμματα της αντιπολίτευσης για να φτάσουν στο πολυπόθητο 200 που προβλέπεται προκειμένου να είναι δυνατόν να εφαρμοστεί ο νέος εκλογικός νόμος από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Εύκολο; Ασφαλώς όχι. Αδύνατον; Επίσης όχι: όσο πιο πολύ πλησιάσει η πρόταση της κυβέρνησης προς την καθαρά απλή αναλογική τόσο πιο μεγάλο ενδεχόμενο υπάρχει να συγκεντρώσει ψήφους από κόμματα της Βουλής που κατά τ' άλλα τα χωρίζει το χάος. Φυσικά, αν η κυβέρνηση άλλαζε τον εκλογικό νόμο όχι με μοναδικό στόχο τη διατήρησή της στην εξουσία όποτε γίνουν εκλογές, αλλά και το να θεσπίσει ένα δικαιότερο εκλογικό σύστημα, ουδόλως θα την προβλημάτιζε το αν θα μπορέσει να μαζέψει 200 ψήφους: θα περνούσε τον νέο νόμο με απλή πλειοψηφία και θα είχε κάνει τη μεγάλη τομή που ευαγγελίζεται. Ολη η πραγματική ανησυχία δεν είναι για αυτό. Είναι, όπως πάντοτε άλλωστε, για να μη χαθεί το εργαλείο «εκλογικός νόμος» την επόμενη φορά που θα στηθούν οι κάλπες και, κυρίως, για να μην πέσει στα χέρια του αντιπάλου, όπως έπεσε κάποτε και στα δικά της χέρια...

Το εκλογικό σύστημα που ισχύει σήμερα είναι μεικτό και έχει θεσπιστεί με τον νόμο 3231/2004 επί υπουργίας Εσωτερικών Κώστα Σκανδαλίδη στην τελευταία κυβέρνηση Σημίτη, με τις τροποποιήσεις του νόμου 3636/2008 - όταν επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή και υπουργίας του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου το εκλογικό «μπόνους» για το πρώτο κόμμα ανήλθε στις 50 έδρες από τις 40 του νόμου 3231/2004. Οι 250 από τις 300 έδρες κατανέμονται αναλογικά και οι 50 δίνονται ως «μπόνους» στο πρώτο κόμμα - να σημειωθεί ότι πολλές φορές διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας έχουν έντονα συζητηθεί ως προς ζητήματα συνταγματικότητας. Ετσι η απόλυτη πλειοψηφία των εδρών έρχεται με περίπου 40,5%, ενώ όσες περισσότερες ψήφοι πάνε σε κόμματα που τελικά δεν περνούν το όριο του 3% και δεν εισέρχονται στη Βουλή τόσο κατεβαίνει και το ποσοστό που χρειάζεται το πρώτο κόμμα για να πάρει πλειοψηφία και να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν ήταν πάντοτε έτσι.

Επί σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα, από το 1829 όταν διεξήχθησαν οι πρώτες ελληνικές εκλογές με τον νόμο του Μαρτίου 1829 ως το 1923, το εκλογικό σύστημα, με τις όποιες παραλλαγές του, έμενε το ίδιο, σε αντίθεση με ό,τι έγινε κανόνας τον επόμενο αιώνα στην Ελλάδα. Ηταν το πλειοψηφικό. Η κατάκτηση του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το Σύνταγμα του 1844, αναφερόταν στο εκλογικό σύστημα με το άρθρο 59 - «η Βουλή σύγκειται εκ Βουλευτών, εκλεγομένων υπό των εχόντων δικαίωμα προς τούτο πολιτών, κατά τον περί εκλογής Νόμον» - και με το άρθρο 60 - «οι Βουλευταί αντιπροσωπεύουσι το Εθνος και όχι μόνον την Επαρχίαν υπό της οποίας εκλέγονται». Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 1844 (ΦΕΚ 7/25.3.1844) μετέτρεψε το ως τότε ισχύον σύστημα της έμμεσης εκλογής καθιερώνοντας το πλειοψηφικό με την επιπλέον παράμετρο της απόλυτης πλειοψηφίας σε περισσότερους του ενός γύρους. Το άρθρο 26 του εκλογικού νόμου ανέφερε: «Οι βουλευταί εκλέγονται κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν των πραγματικώς ψηφοφορησάντων. Εάν μετά την πρώτην ψηφοφορίαν δεν αναδειχθώσι όλοι οι βουλευταί ή μέρος αυτών εν απολύτω πλειοψηφία, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία επί διπλασίων του ζητουμένου αριθμού των βουλευτών ονομάτων, λαμβανομένων εκ των λαβόντων κατά την προλαβούσαν ψηφοφορίαν την πλειοψηφίαν σχετικώς, μέχρις ου αναδειχθώσιν όλοι οι βουλευταί εν απολύτω πλειοψηφία».

Μοιραία εκλογικά συστήματα

Οι κυβερνώντες λησμονούν συχνά την Ιστορία - για την ακρίβεια, τη θυμούνται συνήθως όποτε πιστεύουν ότι αυτή τούς βολεύει. Και αγνοούν ότι ένα εκλογικό σύστημα μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο ακόμη και όταν οι εκλογές διεξάγονται σε χρόνο και συνθήκες εντελώς άλλες από εκείνες για τις οποίες σχεδιάστηκε. Ενίοτε δε, μπορεί να αποβεί μοιραίο όχι μόνο για ένα κόμμα, έναν ηγέτη ή μια παράταξη, αλλά για ολόκληρη τη χώρα. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τις αδιαμφισβήτητα κρισιμότερες εκλογές της ελληνικής ιστορίας, εκείνες του Νοεμβρίου 1920, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας πίσω του τα εθνικά επιτεύγματα των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 αλλά και τη Συνθήκη των Σεβρών που ακολούθησε το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ηττήθηκε κατά κράτος στην αναμέτρηση που ο ίδιος προκάλεσε ύστερα από αρκετά χρόνια εξουσίας και νικηφόρων πολεμικών αναμετρήσεων, αλλά με τον Εθνικό Διχασμό να κυριαρχεί και τη Μικρασιατική Εκστρατεία σε εξέλιξη από τον Μάιο του 1919. Με όλα αυτά, ο Βενιζέλος όχι απλώς ηττήθηκε κατά κράτος στις κάλπες, αλλά δεν εξελέγη καν ο ίδιος βουλευτής! Και το εκλογικό σύστημα είχε το δικό του σοβαρό μερίδιο σε μια συγκυρία που άλλαξε την ιστορική πορεία του Ελληνισμού. Εκείνες οι εκλογές, όπως και αργότερα οι «εκλογές της αποχής» του 1946, υπήρξαν καθοριστικές όχι μόνο για την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και για ό,τι αυτή συνεπαγόταν με τη σειρά της για τη δημοκρατία και την πολιτική εκρηκτικότητα εντός της χώρας και τη διαιώνιση και συνεχή μετάλλαξή της επί δεκαετίες.

Η κύρια περίοδος εθνικής κρατικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας κατά τον 20ό αιώνα περικλείεται σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις-ορόσημα και καθορίζεται από αυτές: Πρώτα, τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, έναν χρόνο μετά το Κίνημα στου Γουδή που έφερε τον Βενιζέλο στην εξουσία, για να δημιουργήσει μέσα σε αυτό το διάστημα το νέο πολιτικό κατεστημένο και το σύστημα διεθνών συμμαχιών που άλλαξαν τον χάρτη της Ελλάδας. Στη συνέχεια, τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, όταν με διακύβευμα τη διεθνή τοποθέτησή της σε έναν κόσμο που μοιράζεται ξανά, η Ελλάδα αρχίζει να κόβεται στα δύο με «εσωτερικά» σύνορα και με αγγλογαλλικά στρατεύματα που τα φρουρούν στην Κατερίνη: η τραγωδία του Εθνικού Διχασμού είχε χτυπήσει την πόρτα της Ελλάδας και οι πάλαι ποτέ συνεργάτες στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βρέθηκαν τώρα αντίπαλοι με τις γνωστές τραγικές για την Ελλάδα συνέπειες.

Βουλή και πραξικοπήματα

Στις 16 Δεκεμβρίου 1923, με τη Μικρασιατική Καταστροφή να έχει πια συντελεστεί αλλά τις πληγές της κάθε άλλο παρά να έχουν κλείσει, οι βασιλικοί απέχουν (ένα σφάλμα που έγινε σχεδόν από όλες τις παρατάξεις σε διάφορες ιστορικές στιγμές) και ο Βενιζέλος εκλέγει τους 250 από τους 398 βουλευτές, συν εκείνους των βενιζελογενών κομμάτων. Ωστόσο αυτή η στρεβλή αποτύπωση σε έδρες της νέας Βουλής λειτουργεί τελικά εναντίον του Βενιζέλου, αφού μεσοπρόθεσμα οδηγεί (ξανά) στην αποχώρησή του και σε σειρά από εμπλοκές του Στρατού στην πολιτική ζωή και, τελικά, σε πολιτειακές μεταβολές. Το τελευταίο μεγάλο εκλογικό ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής είναι οι εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935. Την 1η Μαρτίου έχει κατασταλεί το βενιζελικό κίνημα και αυτή τη φορά είναι οι βενιζελικοί που απέχουν πάλι από τις εκλογές, με αποτέλεσμα οι Τσαλδάρης - Κονδύλης να παίρνουν το 65%. Ωστόσο, με πραξικόπημα, ο Κονδύλης ανατρέπει τον Τσαλδάρη και φέρνει πίσω τον βασιλιά. Η Βουλή αυτοδιαλύεται επικυρώνοντας το πραξικόπημα και το πολιτειακό δημοψήφισμα που διεξάγεται δίνει το 97,88% στη μοναρχία.

Τα στερεότυπα πολλές φορές κρύβουν πλάνες και κινδύνους, εγκυμονούν την τραγική ειρωνεία της Ιστορίας. Και αυτό αποδείχθηκε όσο ποτέ άλλοτε στην εκλογική αναμέτρηση της 26ης Ιανουαρίου 1936, η οποία διεξήχθη με το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο συνδέθηκε ιστορικά και ιδεολογικά με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον ριζοσπάστη πολιτικό ο οποίος στη συνέχεια ακολούθησε, όπως πολλά μεγάλα στελέχη του Βενιζέλου, τη δική του πορεία στην οποία περιλαμβάνεται και η «Επιτροπή Παπαναστασίου» που θέσπισε την απλή αναλογική με τον νόμο 3363/1926: ήταν ο νόμος που έφερε αργότερα τον Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία... Σύμφωνα με το αναλογικό εκλογικό σύστημα οι βουλευτικές έδρες κάθε εκλογικής περιφέρειας κατανέμονται στους συνδυασμούς και στους ανεξάρτητους υποψηφίους ανάλογα με την εκλογική δύναμη που έχουν σε κάθε περιφέρεια. Σε αντίθεση δηλαδή με το πλειοψηφικό, το αναλογικό, στηριζόμενο στην αρχή της αντιπροσώπευσης, ευνοεί και τις μειοψηφίες, καθώς στην κατανομή των εδρών μετέχει κάθε συνδυασμός ή υποψήφιος που συγκέντρωσε τον ελάχιστο αριθμό ψήφων που απαιτείται για την παραχώρηση μιας έδρας. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται μια αναλογικότερη και πιο αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οι πολέμιοι βέβαια του εκλογικού συστήματος της αναλογικής το κατηγορούν για κατακερματισμό μέσω των πολλών κομμάτων που τελικά εισέρχονται στη Βουλή και κατ' επέκταση για αδυναμία συγκρότησης ισχυρών κυβερνητικών σχημάτων.

Υστερα λοιπόν από σχεδόν έναν αιώνα ισχύος του πλειοψηφικού συστήματος, στις διενεργηθείσες από την κυβέρνηση του Γεωργίου Κονδύλη εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, εφαρμόζεται πια το σύστημα της απλής αναλογικής [απλή αναλογική σε 37 εκλογικές περιφέρειες και πλειοψηφικό στις 3 προνομιούχες - Υδρας, Σπετσών, Ψαρών- κατά την τρίτη κατανομή. Ν. 3363/2.9.1926 (ΦΕΚ 291, τ. Α', 2.9.1926)]. Είχαν περάσει περίπου δύο μήνες από την ανατροπή του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου από τον Κονδύλη. Οι εκλογές αυτές έμειναν στην Ιστορία ως οι πρώτες μετά το 1862 που έγιναν με ψηφοδέλτιο αλλά και ως αυτές που οδήγησαν το ΚΚΕ για πρώτη φορά στη Βουλή. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχοντας αποχωρήσει από την Ελλάδα για το Παρίσι δεν συμμετέχει στις διαδικασίες. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων έρχεται πρώτο αλλά δεν κερδίζει την αυτοδυναμία και έτσι προκύπτει οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, η οποία όμως δεν θα μακροημερεύσει. Τον Ιούλιο του 1928 αναλαμβάνει εκ νέου τη διακυβέρνηση ο Βενιζέλος, ο οποίος περίπου έναν μήνα αργότερα διενεργεί εκλογές έχοντας αλλάξει το εκλογικό σύστημα σε πλειοψηφικό. Στα επόμενα χρόνια ως το 1936 κάθε εκλογική αναμέτρηση θα συνοδεύεται και από αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος διενήργησε τις εκλογές του 1928 με πλειοψηφικό, τις εκλογές του 1932 με αναλογικό και του 1933 και πάλι με πλειοψηφικό με στενή περιφέρεια. Τρεις ριζικές αλλαγές εκλογικών συστημάτων σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε μόλις πέντε χρόνια. Η μεταβολή βέβαια του εκλογικού συστήματος μεταξύ των εκλογών του 1932 και του 1933 είναι ίσως και η πιο «λογική», αφού μαρτυρεί την προσπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων να κερδίσουν το 1933 την αυτοδυναμία που τους στέρησε η αναλογική το 1932.

Πώς η απλή αναλογική οδήγησε στη δικτατορία

Τον Ιανουάριο του 1936 οι κάλπες όχι απλώς δεν έδωσαν αυτοδυναμία, αλλά η πλήρως κατακερματισμένη Βουλή, η οποία δεν είναι σε θέση να αναδείξει κυβέρνηση, δίνει τελικά, μετά και τον ξαφνικό θάνατο του Πρωθυπουργού Δεμερτζή, με απόφασή της την απόλυτη σχεδόν εξουσία στον Ιωάννη Μεταξά αυτοαχρηστευόμενη: τον Απρίλιο ο Μεταξάς παίρνει νόμιμη ψήφο εμπιστοσύνης, και μάλιστα με περισσότερες από 200 ψήφους! Αξιοσημείωτο είναι ότι στις εκλογές εκείνες προσήλθε στις κάλπες μόλις λίγο πάνω από το 20% των ψηφοφόρων - δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που η αποχή θα αποδεικνυόταν καθοριστική. Πίσω από την πολιτική αποσταθεροποίηση αλλά και από την αδιαφορία του εκλογικού σώματος κρύβονται κυρίως τα αποτελέσματα της χρεοκοπίας του 1932 και οι συνεχείς διαπραγματεύσεις με το «Συμβούλιο των Ομολογιούχων» του Λονδίνου, τους δανειστές και την τρόικα της εποχής. Η πολύ έντονη κοινωνική πίεση που είχε προκαλέσει η πτώχευση γεννούσε άλλωστε και τον έντονο φόβο της ανόδου του ΚΚΕ - σε μια εποχή που η Οκτωβριανή Επανάσταση έστηνε το διεθνικό καθεστώς της και σκορπούσε τον φόβο στον «αστικό» πολιτικό κόσμο. Ο συνδυασμός της κοινωνικής πίεσης από τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας και της εσωτερικής αίσθησης αστάθειας και της διαρκώς αυξανόμενης εξωτερικής πίεσης στη χώρα από τους ξένους ομολογιούχους έδωσε όμως και πολύ έδαφος στις ιδέες του ολοκληρωτισμού. Πέραν του Μεταξά, αντικομμουνιστικές και αντισημιτικές οργανώσεις όπως οι «Τριεψιλίτες» (Εθνική Ενωσις Ελλάς), που είχαν εμφανιστεί αρχικά το 1927 στη Θεσσαλονίκη με αντιγραφή των ιδεών των Ιταλών Φάσι και των Γερμανών Ναζί, επιχειρούσαν να κυριαρχήσουν. Αργότερα το Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα, το οποίο δημιούργησε τον φόβο μιας έμμεσης ανόδου του νεαρού ΚΚΕ στην εξουσία, συνέβαλε ακόμη περισσότερο σε εκείνη την κατεύθυνση. Το ΚΚΕ, που μόλις είχε πρωτοεισέλθει στη Βουλή, ήταν το κόμμα με την πιο κάθετη και συμπαγή αντίθεση στην παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στον Μεταξά.

Το κοινοβουλευτικό σύστημα καταρρέει και στο τέλος αυτοκαταργείται για μία σειρά λόγων, αλλά κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας του να τα βγάλει πέρα με τις διαπραγματεύσεις και τους όρους των δανειστών, για να καταλήξει να δώσει το ίδιο την απόλυτη επί της ουσίας εξουσία στον (κοινοβουλευτικό αρχηγό) Ιωάννη Μεταξά. Για τα επόμενα δέκα χρόνια στην Ελλάδα δεν θα ξαναγίνουν εκλογές. Θα ακολουθήσουν δικτατορία, πόλεμος, Κατοχή και η αρχή του εμφυλίου πολέμου. Εχει όμως πολύ μεγάλη σημασία να συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι ο Μεταξάς ψηφίστηκε ομόφωνα από τις δύο μεγάλες παρατάξεις ως πρωθυπουργός, και μάλιστα με πολύ αυξημένες εξουσίες, καθώς απαίτησε το άμεσο κλείσιμο της Βουλής. Στην πράξη όλοι ήξεραν τι ερχόταν. Το πιστοποιούν άλλωστε δύο κρίσιμες αγορεύσεις και από τις δύο πλευρές: εκείνη του Θεμιστοκλή Σοφούλη, αρχηγού της βενιζελικής παράταξης και διαδόχου του Ελευθερίου Βενιζέλου, και εκείνη του βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Βάσου Στεφανόπουλου. Είπε ο Σοφούλης την ημέρα εκείνη στη Βουλή, προτού ψηφίσει, και ο ίδιος τον Μεταξά πρωθυπουργό: «Μέσα εις την ατμόσφαιραν η οποία περιβάλλει την ζωή μας, εισπνέομεν όλοι, χωρίς να το καταλάβωμεν, μία γενναίαν δόσιν υποκρισίας. Κοπτόμεθα πάντες και εκτραγωδούμεν τον κίνδυνον τον απώτερον του κομμουνισμού, διά να καλύψωμεν τον κίνδυνον τον οποίον ημείς οι ίδιοι δημιουργούμεν, οι προστάται δήθεν και υπερασπισταί του αστικού καθεστώτος. [...] Και η καταφρόνησις προς πάσαν ηθικήν αξίαν και προς πάσαν ηθικήν έννοιαν έχει κλονίσει πλέον τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος, ώστε να μην υπολείπεται πλέον εις τους ενδεχόμενους ανατροπείς του κοινωνικού καθεστώτος βαρύ το έργον». Και είπε στην ίδια συνεδρίαση ο Βάσος Στεφανόπουλος: «Χθες ακόμη εις μίαν μακράν ολονύκτιον συνεδρίασιν ηναγκάσθημεν να κηρύξωμεν την χρεωκοπίαν του λεγομένου κοινοβουλευτισμού. [...] Και τα 240 ΝΑΙ, τα οποία εξεφώνησαν εις την αίθουσαν ημών εις την ψήφον εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού μας ως εθνική κυριαρχία. Και έτι πλέον, κύριοι βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν. Διότι τι είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθεί όταν ο μεν λαός φωνάζει "δεν θέλω να με κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς", ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην απαντώμεν: "Και όμως, θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς!"»...

Το «τριφασικό» σύστημα

Πέρασαν από τότε δέκα ολόκληρα χρόνια: πόλεμος, Κατοχή, Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά. Στις πρώτες ελληνικές εκλογές μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 31 Μαρτίου 1946, είναι τώρα η σειρά της Αριστεράς να αντιγράψει το ιστορικό λάθος της αποχής από τις κάλπες, που συνοδεύεται όμως και από την έκρηξη του Εμφυλίου με την επίθεση, την ίδια ημέρα, στον αστυνομικό σταθμό Λιτοχώρου. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνον ότι η Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων λαμβάνει τις 206 από τις 354 έδρες της τότε Βουλής, αλλά και ότι ενισχύονται οι ακραίες τάσεις και των δύο πλευρών που, με εκατέρωθεν ξένη στήριξη, δεν θέλουν την πολιτική αναμέτρηση μέσα στη Βουλή αλλά στα πεδία των μαχών του τραγικού Εμφυλίου, όπου γράφονται οι πιο φρικτές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ο Εμφύλιος έχει πια τελειώσει, αλλά το αποτύπωμά του παραμένει ισχυρότατο. Για μία ακόμη φορά ο εκλογικός νόμος είναι στο τραπέζι. Είμαστε πια στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου και οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις δεν ενδιαφέρουν, για μία ακόμη φορά, μόνο τους δρώντες στην εσωτερική πολιτική σκηνή αλλά πολλούς και πολύ ισχυρούς πολύ πέρα από τα σύνορα της χώρας. Το 1955 ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος πεθαίνει και ο βασιλεύς Παύλος αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Λίγους μήνες αργότερα η τελευταία θητεία της κυβέρνησης του Ελληνικού Συναγερμού ολοκληρώνεται και ο Καραμανλής ως πρωθυπουργός, έχοντας ιδρύσει έναν νέο κομματικό συνδυασμό, την ΕΡΕ, τον Φεβρουάριο του 1956 οδηγεί τη χώρα σε εκλογές κάνοντας, όπως παλαιότερα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, χρήση (και) του ισχυρού όπλου «εκλογικός νόμος», σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την κυβερνητική παράταξη που δοκιμάζεται πολλαπλά μετά τον θάνατο του Παπάγου. Σύμφωνα με τον νέο εκλογικό νόμο του 1955 στις περιφέρειες με δύο ή τρεις έδρες θα ίσχυε το καθαρό πλειοψηφικό σύστημα. Στις περιφέρειες με τέσσερις ως έξι έδρες το δεύτερο κόμμα θα έπαιρνε τη μία έδρα και τις υπόλοιπες το πρώτο, στις περιφέρειες με επτά ως 10 έδρες το δεύτερο κόμμα θα έπαιρνε μία και το πρώτο όλες τις άλλες. Σε περιφέρειες με επτά ως 10 έδρες, το δεύτερο κόμμα θα έπαιρνε τρεις και τις υπόλοιπες το πρώτο και, τέλος, στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες με 11 έδρες και πάνω η κατανομή θα γινόταν αναλογικά, και πάλι όμως μόνο ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα.

Οι αντιδράσεις των πολιτικών αντιπάλων αποτυπώνουν την ένταση που αποκτά το πολιτικό κλίμα. Το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη κάνει λόγο για «πολιτική της συγχύσεως», η Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ενωσις του Σοφοκλή Βενιζέλου κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «παρημέλησε κάθε γενικώτερον συμφέρον και ησχολήθη μόνον με τον συμβιβασμόν των αλληλοσυγκρουόμενων συναγερμικών φατριών», ο Γεώργιος Παπανδρέου ζητεί συνεργασία όλων των κομμάτων του Κέντρου, ενώ ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ιωάννης Πασαλίδης χαρακτηρίζει το νέο εκλογικό σύστημα «καλπονοθευτικό». Το πολύπλοκο αυτό εκλογικό σύστημα της κυβέρνησης Καραμανλή ψηφίζεται στις 19 Δεκεμβρίου 1955 με τον νόμο 3457. Στην Ιστορία, για λόγους προφανείς, αφού προβλέπει ταυτόχρονα τρεις τρόπους εκλογής, θα μείνει γνωστό ως «τριφασικό».

Ο Καραμανλής υπερασπίστηκε το εκλογικό του σύστημα, δηλώνοντας τον Νοέμβριο του 1955 ότι η κυβέρνησή του κατέληξε σε αυτό: «Πρώτον, διότι αυτομάτως ωθείται η πολιτική μας ζωή προς το σύστημα των δύο κομμάτων, το οποίον, ως γνωστόν, εξασφαλίζει υγιή δημόσιον βίον και ομαλήν λειτουργίαν του πολιτεύματος. Δεύτερον, διότι επιτυγχάνεται ο σχηματισμός σταθεράς κυβερνήσεως [...] και ταυτοχρόνως σοβαράς εν τη Βουλή αντιπολιτεύσεως. Τρίτον, διότι αφαιρεί τη δικαιολογίαν της συμπράξεως των εθνικοφρόνων κομμάτων μετά της Ακρας Αριστεράς και αποτρέπει τον κίνδυνον της απειλούμενης πολώσεως. Τέταρτον, διότι το σύστημα τούτο, περιορίζον τα καταλογιζόμενα εις το αμιγές πλειοψηφικόν μειονεκτήματα και απηλλαγμένον των γνωστών ελαττωμάτων της αναλογικής, αμβλύνει την πολιτική οξύτητα και ασφαλίζει την ομαλήν λειτουργίαν του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Πολλά από αυτά αποδείχθηκαν ορθά στην πράξη στα αμέσως επόμενα χρόνια όπου ξετυλίχθηκε στην Ελλάδα ένα πρωτοφανές ως τότε έργο ανόρθωσης της χώρας και της οικονομίας, το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν διασαλεύθηκε πολιτικά ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σύμφωνα με τον Καραμανλή, το σύστημα εκείνο ήταν ο ιδανικός συνδυασμός πλειοψηφικού και αναλογικού. Η απάντηση από τους πολιτικούς του αντιπάλους δεν άργησε να έρθει. Με πρωτοβουλία του Γεωργίου Καρτάλη συντελέστηκε μια πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής πολιτική συμμαχία. Επτά συνδυασμοί συνασπίζονται και κατεβαίνουν μαζί στις εκλογές ως Δημοκρατική Ενωσις. Τον συνασπισμό αποτελούν το Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού υπό τον Γεώργιο Καρτάλη και τον Αλέξανδρο Σβώλο, η ΕΔΑ υπό τον Ιωάννη Πασαλίδη και η Κίνηση Εθνικής Δημοκρατικής Πρωτοβουλίας, που είχαν ήδη σχηματίσει την Εθνική Κίνηση Αλλαγής, το Κόμμα των Φιλελευθέρων, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, το Λαϊκό Κόμμα, υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, η Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ενωσις υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, η Εθνική Πολιτική Ενωσις Κέντρου υπό τον Σάββα Παπαπολίτη και το Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων υπό τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή. Το Κόμμα των Προοδευτικών υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη αποκλείστηκε με το αιτιολογικό ότι ο αρχηγός του είχε θητεύσει σε υπουργικές θέσεις των κυβερνήσεων του Ελληνικού Συναγερμού. Επικεφαλής τέθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα η Δημοκρατική Ενωσις συγκεντρώνει 1.620.007 ψήφους, που αντιστοιχούσαν στο 48,15% του εκλογικού σώματος, και η ΕΡΕ 1.594.112, που αντιστοιχούσαν στο 47,38%. Εστω και με βραχεία κεφαλή περίπου 26.000 ψήφων η Δημοκρατική Ενωσις καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Παρ' όλα αυτά τις περισσότερες έδρες, και μάλιστα με διαφορά, καταλαμβάνει η ΕΡΕ, 165 έναντι 132 της Δημοκρατικής Ενώσεως, ενώ οι τρεις εναπομείνασες έδρες θα καταληφθούν από ανεξάρτητους υποψηφίους. Γεγονός πάντως είναι ότι στις εκλογικές περιφέρειες όπου η ΕΡΕ ήταν αδύναμη (κυρίως στα αστικά κέντρα) ίσχυε η απλή αναλογική. Στις επαρχίες όπου η ΕΡΕ είχε σημαντική δύναμη ίσχυε το πλειοψηφικό. Η ΕΡΕ αναδείχθηκε κυβέρνηση, κερδίζοντας συνολικά 165 έδρες. Το εκλογικό σύστημα είχε εμπράκτως δικαιώσει τους δημιουργούς του.

Μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων ο Γεώργιος Παπανδρέου θα δηλώσει: «Αδίστακτον υπήρξε το εκλογικόν όργιον της κυβερνήσεως των "νέων ανδρών" και ιδίως όσον αφορά τους στρατιωτικούς, οι οποίοι εψήφισαν κατά διαταγήν και όχι κατά συνείδησιν. Παρ' όλα ταύτα η Δημοκρατική Ενωσις ενίκησε. [...] Αλλά ενώ ο ελληνικός λαός έδωκε την πλειοψηφία εις την Δημοκρατικήν Ενωσιν, το εκλογικόν σύστημα της κυβερνήσεως μεταβάλλει την πλειοψηφίαν του λαού εις μειοψηφίαν βουλευτών. Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι η σημερινή κυβέρνησις είναι κυβέρνησις μειοψηφίας, δεν είναι δημοκρατική κυβέρνησις, και κατά συνέπειαν δεν έχει δικαίωμα να παραμείνη εις την Αρχήν». Στα λόγια αυτά εντοπίζεται ίσως ο σπόρος του ανένδοτου αγώνα που λίγο αργότερα θα κήρυσσε ο Γεώργιος Παπανδρέου κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μετά τις μεθεπόμενες εκλογές, εκείνες του 1961, τις οποίες η Ιστορία κατέγραψε ως «της βίας και της νοθείας». Το εκλογικό σύστημα και, κυρίως, η εφαρμογή του και η εκλογική διαδικασία στο σύνολό της θα πρωταγωνιστούσαν όσο ποτέ στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

Η συμφωνία Καραμανλή - Παπανδρέου

Πριν όμως από τις εκλογές του 1961 έχουμε αυτές της 11ης Μαΐου 1958, οι οποίες διεξήχθησαν από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου. Και αυτή τη φορά στο επίκεντρο βρίσκεται ο εκλογικός νόμος, ο σχεδιασμός του οποίου θα αποτελέσει τελικά αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Γεωργίου Παπανδρέου που τότε ηγείται του κόμματος των Φιλελευθέρων. Τα παρασκήνια πίσω από τα «πώς», τα «τι» και τα «γιατί» εκείνου του νόμου ίσως ακόμη και ως σήμερα δεν έχουν φωτιστεί 100%, ενώ προκάλεσαν πολύ σοβαρές τριβές στις σχέσεις και των δύο με κορυφαία στελέχη των παρατάξεών τους. Αμέσως μετά την οριστικοποίηση της συμφωνίας των δύο αρχηγών ο Καραμανλής συγκαλεί αιφνιδιαστικά υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο και ανακοινώνει ότι το ίδιο βράδυ ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης (Τάκος) Μακρής θα καταθέσει τον νέο εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής. Οι αντιδράσεις είναι μεγάλες και φέρνουν σοβαρούς τριγμούς στο εσωτερικό της ΕΡΕ. Μάλιστα ο Παναγιώτης Παπαληγούρας, υπουργός Εμπορίου, και ο Γεώργιος Ράλλης, υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων Εργων, διαμαρτύρονται έντονα κάνοντας λόγο για αυταρχισμό από πλευράς του Καραμανλή και λίγο αργότερα αποστέλλουν επιστολές παραίτησης.

Σύμφωνα με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, στη δεύτερη κατανομή των εδρών συμμετέχουν τα κόμματα που συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 25% των ψήφων και οι συνασπισμοί που συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 35%. Σε κάθε περίπτωση πάντως, στη δεύτερη κατανομή των εδρών παίρνουν μέρος τα δύο πρώτα κόμματα. Είναι προφανές ότι Καραμανλής και Παπανδρέου ήθελαν με τον τρόπο αυτόν να εμποδίσουν την ΕΔΑ να αποκτήσει ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία, προεξοφλώντας ότι τα δικά τους κόμματα, ΕΡΕ και Φιλελεύθεροι, θα καταλάμβαναν τις δύο πρώτες θέσεις. Η μεγάλη έκπληξη όμως έγινε. Η ΕΔΑ με ποσοστό 24,42% καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση και ενισχυόμενη από τη δεύτερη κατανομή ψήφων φτάνει τις 79 έδρες. Η Αριστερά γίνεται για πρώτη φορά αξιωματική αντιπολίτευση, μια εξέλιξη που ενόχλησε πολλούς εντός και εκτός Ελλάδας. Οχι όμως, όπως όλα δείχνουν, και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος εν τέλει συνυπάρχει μαζί της χωρίς πολύ σοβαρά προβλήματα ως τις επόμενες εκλογές.
Κέντρο και Αριστερά διαφωνούν κάθετα με την προσπάθεια του Καραμανλή να συνδέσει αμέσως την Ελλάδα με την «εμβρυακή» ΕΟΚ. Ο «αστάθμητος παράγοντας» στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος ως προς την ΕΔΑ ήταν πολύ δύσκολο να προβλεφθεί από τα επιτελεία των μεγάλων κομμάτων και ακόμη ως και σήμερα δεν έχει αναλυθεί επαρκώς: είναι η μεγάλη λαϊκή αντίδραση στην Ελλάδα για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Η αντίδραση των Αγγλων στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας και υπέρ της Ενωσης με την Ελλάδα ήταν βιαιότατη ήδη από τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Το ελληνικό λαϊκό αίσθημα ξέσπασε με μεγάλες διαδηλώσεις, στις οποίες η παρουσία της Αριστεράς, αν και άτυπη, ήταν έντονη και οργανωτικά καθοριστική. Ο αγώνας για την Κύπρο έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στην εκλογική δύναμη της ΕΔΑ το 1958. Και αυτή είναι μια κύρια παράμετρος που εξηγεί το «ξεφούσκωμά» της στις επόμενες εκλογές, εκείνες του 1961, προς όφελος του Κέντρου. Είχε μεσολαβήσει η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία γίνεται κράτος το 1960. Μια άλλη παράμετρος αφορά το γεγονός ότι τα «αστικά κόμματα», ακριβώς μετά την επιτυχία της ΕΔΑ το 1958, κατά κάποιον τρόπο «ξέχασαν» τις διαφορές τους και αύξησαν πολύ την πίεση προς τους εικαζόμενους ψηφοφόρους της Αριστεράς.

Οι εκλογές «της βίας και της νοθείας»

Οι πιο αμφιλεγόμενες εκλογές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας διεξάγονται τρία χρόνια αργότερα: είναι οι εκλογές τις 29ης Οκτωβρίου 1961. Σήμερα, περισσότερο από μισόν αιώνα μετά, οι εκλογές εκείνες εξακολουθούν να προκαλούν τριβές ως προς τα αποτελέσματά τους. Εχουν ειπωθεί και γραφτεί τόσα πολλά για εκείνες τις εκλογές που δεν έχει νόημα να γραφτούν περισσότερα εδώ. Τις διεξήγαγε ο στρατηγός Δόβας, πρόεδρος του «Οίκου του Βασιλέως», και ο Γεώργιος Παπανδρέου είναι εκείνος που τις ονόμασε «εκλογές βίας και νοθείας». Μια σημαντική παράμετρος πάντως είναι ότι η καταγγελία της «βίας» έγινε επίσημα και συστηματικά από το Κέντρο μόνο μετά τη γνωστοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Δεν είναι λοιπόν λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι καθ' όλη τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας η πίεση που ασκήθηκε κυρίως στην Αριστερά διά της «βίας» δεν ενοχλούσε πολύ ούτε τη μία ούτε την άλλη μεγάλη παράταξη, καθώς και οι δύο προσδοκούσαν την επικράτηση που, ειδικά για το Κέντρο, συνδεόταν άμεσα και με την πτώση του ποσοστού της ΕΔΑ, καθώς υπήρχε μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος το οποίο ευθέως διεκδικούσαν και οι δύο πλευρές.

Στην πραγματικότητα όμως είναι πάνω απ' όλα οι εκλογές από τις οποίες ξεκινά η τελική σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το Παλάτι, με αιχμή, σύμφωνα με πολλούς, την πρόταση της συνταγματικής αναθεώρησης του Καραμανλή, την οποία είχε προετοιμάσει νομικά ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Ως προς το εκλογικό σύστημα, αυτό χρησιμοποιήθηκε και πάλι, και μάλιστα με προσδοκώμενα οφέλη τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Επιλέχθηκε μια διαφορετική εκδοχή της ενισχυμένης αναλογικής και το ποσοστό που απαιτούνταν για τη συμμετοχή ενός κόμματος στη δεύτερη κατανομή ήταν το 15% ενώ για τη συμμετοχή κάποιου συνασπισμού το 25%. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στις συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης και κομμάτων της αντιπολίτευσης για τον εκλογικό νόμο η ΕΔΑ έχει αποκλειστεί. Μετά τις εκλογές εκδόθηκε η περίφημη «μαύρη βίβλος» στην οποία καταγράφονταν όλα τα φερόμενα ως συμβάντα βίας και νοθείας, τα περισσότερα εκ των οποίων οδηγήθηκαν αργότερα και στη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του τότε αρμόδιου υπουργού Γεωργίου Ράλλη, οι κατηγορίες, όταν έγιναν συγκεκριμένες και έφτασαν στα δικαστήρια, έπεφταν η μία μετά την άλλη. Σε κάθε περίπτωση, λιγότερο ή περισσότερο δίκαια, στην κοινή συνείδηση οι εκλογές εκείνες καταγράφηκαν ως οι πιο σκοτεινές των μεταπολεμικών χρόνων.

Ο θρίαμβος του Κέντρου

Τα πολιτικά γεγονότα μετά τις εκλογές του 1961 και με τον Ανένδοτο Αγώνα σε πλήρη εξέλιξη γίνονται σταδιακά όλο και πιο πυκνά, ώσπου εξελίσσονται σε δραματικά και καταιγιστικά, με ορόσημα τη δολοφονία Λαμπράκη και την αποχώρηση Καραμανλή. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 διεξάγονται υπό συνθήκες εξαιρετικής έντασης. Ταυτόχρονα πρωτοφανής ένταση σοβεί και στις σχέσεις του πρωθυπουργού με τον βασιλέα Παύλο και τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ύστερα από διαφωνία του με τον Παύλο για το περίφημο ταξίδι του Λονδίνου, στις 17 Ιουνίου του 1963 παραιτείται από την πρωθυπουργία και φεύγει για το εξωτερικό. Τις εκλογές διενεργεί η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Στυλιανού Μαυρομιχάλη με εκλογικό σύστημα ενός νέου τύπου ενισχυμένης αναλογικής. Ο Καραμανλής θα επιστρέψει για να ηγηθεί της ΕΡΕ αλλά θα ηττηθεί και στη συνέχεια θα φύγει ξανά για το εξωτερικό όπου και θα εγκατασταθεί για τα επόμενα έντεκα χρόνια. Ενώ όμως η νίκη του Παπανδρέου στις 3 Νοεμβρίου είναι ξεκάθαρη, δεν είναι αρκετή για τον ίδιο που θέλει να σχηματίσει αμιγώς δική του κυβέρνηση και οδηγεί προς τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Το εκλογικό σύστημα θα κατηγορηθεί εκ νέου ως υπεύθυνο για το γεγονός ότι με τέτοια ποσοστά η Ενωσις Κέντρου δεν αποκτά την αυτοδυναμία. Ετσι, δεύτερες εκλογές διενεργούνται από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Η ΕΡΕ με νέο αρχηγό της τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο συνεργάζεται με τους Προοδευτικούς του Μαρκεζίνη, η επικράτηση όμως του Γεωργίου Παπανδρέου και της Ενώσεως Κέντρου θα είναι πια καθολική, αφού συγκεντρώνουν 2.424.477 ψήφους και ποσοστό 52,72% καταλαμβάνοντας 171 έδρες.

Οι κρίσιμες εκλογές που δεν έγιναν

Οι εκλογές εκείνες θα είναι και οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια στην Ελλάδα: τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1965, τα οποία θα ακολουθήσουν σύντομα, θα προκαλέσουν πολιτική έκρηξη, η οποία μέσα από μια περίοδο παρατεταμένης αστάθειας και ανωμαλίας γεμάτη από πυκνά γεγονότα θα οδηγήσει στη δικτατορία. Η τραγωδία αυτή έχει τη δική της σπάνια εκλογική διάσταση: το ότι μια εκλογική αναμέτρηση καθίσταται εκ των πιο κρίσιμων του 20ού αιώνα, ενώ δεν έγινε ποτέ, αυτή της 28ης Μαΐου 1967. Οι επίορκοι συνταγματάρχες πρόλαβαν να τη σταματήσουν. Μάλιστα στην επιτυχία των σχεδίων τους συνέβαλε και το γεγονός ότι η χώρα είχε βρεθεί σε προεκλογική περίοδο και η Βουλή ήταν κλειστή.

Ακόμη πιο σημαντική όμως υπήρξε η διαδικασία πολιτικών ισορροπιών ανάμεσα στους διεκδικητές της εξουσίας λίγες εβδομάδες πριν: από το φθινόπωρο του 1966 οι σχέσεις του βασιλέως Κωνσταντίνου και του Γεωργίου Παπανδρέου είχαν αποκατασταθεί πλήρως. Μάλιστα, όπως ο πρώτος πολύ πρόσφατα με λεπτομέρειες αποκάλυψε στο βιβλίο του «Χωρίς Τίτλο» το οποίο εκδόθηκε από «Το Βήμα», είχε λάβει την πρωτοβουλία και είχε πετύχει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων με σκοπό όχι απλώς τη μετάβαση σε εκλογές, αλλά και τη διεξαγωγή τους με απλή αναλογική. Το γεγονός αυτό προδήλως πυροδότησε εγχώριους και μη παρακρατικούς μηχανισμούς με τρόπο που οι πρωταγωνιστές του δεν είχαν καν αντιληφθεί: ο Ψυχρός Πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται και η απλή αναλογική δεν ήταν ανεκτή σε ισχυρούς ακόμη υπόγειους μετεμφυλιακούς μηχανισμούς, οι οποίοι βρήκαν ένα ακόμα από τα άλλοθι που αναζητούσαν για τη βίαιη κατάλυση της νομιμότητας και τη διά των όπλων κατάληψη της εξουσίας. Πάντως το φαινόμενο κρίσιμων εκλογών που τις σταμάτησαν τα όπλα δεν ήταν άγνωστο στη χώρα: κάτι παρόμοιο είχε συμβεί με τις εκλογές της 24ης Μαρτίου 1926, τις οποίες είχε «προλάβει» ο Θεόδωρος Πάγκαλος με τη δική του δικτατορία. Αλλά και κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τις (δήθεν) εκλογές της 10ης Φεβρουαρίου 1974, οι οποίες είχαν προκηρυχθεί για την «πολιτικοποίηση» της χούντας, αλλά κατέληξαν στην αλλαγή φρουράς της, με τραγική κατάληξη την εθνική καταστροφή του καλοκαιριού του 1974 στην Κύπρο. Η δημοκρατία θα επέστρεφε στην Ελλάδα επτά χρόνια μετά την κατάλυσή της, αλλά, δυστυχώς, με μέγα κόστος...

Από τον Καραμανλή στον (άλλον) Παπανδρέου

Στις 17 Νοεμβρίου 1974, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος λίγους μήνες πριν έχει επιστρέψει υπό δραματικές συνθήκες με τον «Αττίλα» σε εξέλιξη στην Κύπρο και έχει σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, θριαμβεύει εκλογικά με το νέο κόμμα του, τη Νέα Δημοκρατία. Με βάση την τραγική εμπειρία του παρελθόντος και την ανάγκη για επιστροφή στην ομαλότητα, αλλά και την πορεία προς την Ευρώπη, τα ζητήματα εκλογικής νομοθεσίας δεν βρίσκουν απήχηση: το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής κυριαρχεί κατά κράτος. Αμφισβητείται πλέον στις επόμενες εκλογές, εκείνες του 1977, στις οποίες ο Ανδρέας Παπανδρέου θα κάνει εξαιρετικά αισθητή την παρουσία του με τη ραγδαία άνοδο του ΠαΣοΚ. Ωστόσο η αμφισβήτηση αυτή θα ξεχαστεί και πάλι, όταν στις παραμονές των εκλογών του 1981 θα είναι πλέον φανερό ότι η ενισχυμένη αναλογική... ταιριάζει πια απόλυτα στο ΠαΣοΚ, το οποίο επελαύνει τόσο πολιτικά όσο, στις 18 Οκτωβρίου, και εκλογικά. Με τη βοήθεια (και) του πάλαι ποτέ «επάρατου» και «αντιδημοκρατικού» συστήματος, η «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου έρχεται με ορμή, αλλά δεν θίγει τελικά τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας: δεν βγάζει την Ελλάδα ούτε από την ΕΟΚ ούτε από το ΝΑΤΟ. Ανατρέπει όμως ριζικά την εσωτερική κοινωνική ισορροπία εκπληρώνοντας προσδοκίες δεκαετιών και βάζοντας νέα στρώματα στη νομή της εξουσίας, δυναμιτίζοντας πάντως τα δημόσια οικονομικά. Ετσι οι επόμενες εκλογές, εκείνες του 1985, διεξάγονται ήδη στη σκιά της πίεσης του νέου δημοσίου χρέους, την πορεία του οποίου το ΠαΣοΚ δεν θα καταφέρει τελικά να ανακόψει. Το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα με τις εκλογές του 1951 αποτελεί, πάντοτε βέβαια με τις απαραίτητες για την εκάστοτε κυβέρνηση αλλαγές, το κυρίαρχο εκλογικό σύστημα από το 1958 ως και τις εκλογές του 1985.

Σύστημα που... κόβει
Πλησιάζοντας προς τη συμπλήρωση και της δεύτερης κυβερνητικής του τετραετίας ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντιλαμβανόμενος ότι η πρωτιά για τη Νέα Δημοκρατία στις επερχόμενες εκλογές ήταν σχεδόν βέβαιη με την πορεία που είχαν λάβει πια οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα και πλαισιωμένος από μια ομάδα συνεργατών του, αναζητεί το κατάλληλο εκείνο εκλογικό σύστημα που θα ανακόψει την πορεία του προαιώνιου αντιπάλου του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προς την εξουσία. Ο εκλογικός νόμος 1847/1989, εισήγαγε μια τερατώδη «χρηστική» παραλλαγή της απλής αναλογικής. Στις εκλογές του Ιουνίου 1989 η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το 44,25% των ψήφων αλλά μόλις 145 έδρες, τον Νοέμβριο του 1989 με 46,19% λαμβάνει 148 έδρες και μόνο τον Απρίλιο του 1990 φτάνει πια στις 150 έδρες με ποσοστό 46,89%. Χρειάστηκε μάλιστα η Νέα Δημοκρατία την προσθήκη της μιας έδρας της ΔΗΑΝΑ για να εξασφαλίσει την οριακή πλειοψηφία των 151 εδρών. Αν μη τι άλλο ο νόμος 1847/1989 είχε αποδώσει στους εμπνευστές του τα μέγιστα...

Η αντικατάστασή του υπήρξε άμεση από τον 1907/1990 του Σωτήρη Κούβελα, ο οποίος καθιέρωνε την ενισχυμένη αναλογική εισάγοντας και τη ρήτρα του 3% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή. Για τα ελληνικά δεδομένα θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο συγκεκριμένος εκλογικός νόμος μακροημέρευσε, μια και ίσχυσε σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, ως και το 2004. Στις εκλογές του 2007 εφαρμόζεται ο εκλογικός νόμος 3231/2004 του Κώστα Σκανδαλίδη, με τον οποίο εισάγεται η ενισχυμένη αναλογική και για πρώτη φορά το πριμ των 40 εδρών στο πρώτο κόμμα (σήμερα 50). Είναι ο νόμος που τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ επιχειρεί να αλλάξει από τις αμέσως επόμενες εκλογές, αναζητώντας για να το πετύχει τους απαραίτητους, «μαγικούς» 200 βουλευτές...


Το ελληνικό μοντέλο: μεικτό, διαρκώς μεταβαλλόμενο
Η ελληνική εκλογική νομοθεσία μοιάζει σαν ένα τεράστιο ψηφιδωτό που δεν τελειώνει ποτέ και που σε αυτό σχεδόν κάθε κυβέρνηση επιχειρεί να αλλάξει το χρώμα ή το μοτίβο. Παγκοσμίως είναι γνωστά τρία μοντέλα εκλογικών νόμων: σε γενικές γραμμές το πλειοψηφικό, το αναλογικό και το μεικτό. Η Ελλάδα, πάλι, έχει το δικό της: μεικτό και επιπλέον περίπου συνεχώς μεταβαλλόμενο. Ολες οι εκδοχές, για λίγο ή για πιο πολύ, στη μία ή στην άλλη τους μορφή, έχουν δοκιμαστεί στην Ελλάδα τα τελευταία εκατό χρόνια, με την ενισχυμένη αναλογική να κρατά πάντως τα σκήπτρα όχι μόνο σε διάρκεια ζωής αλλά και σε συνεχή... ενίσχυσή της, ώσπου έγινε κάτι σαν «τούρμπο»: σειρά εκλογικών αναμετρήσεων έγιναν τα τελευταία χρόνια στη χώρα με έναν νόμο που δίνει ως «μπόνους» στο πρώτο κόμμα το 1/6 του συνόλου των κοινοβουλευτικών εδρών, εις το όνομα της σταθερότητας της εξουσίας.

Με περίπου είκοσι εκλογικούς νόμους σε λιγότερες από εννέα δεκαετίες (συν τις απειράριθμες «υπόγειες» μεταβολές που ενσωματώθηκαν στους εκλογικούς κανονισμούς καθώς και σε άλλα, άσχετα ενίοτε με το θέμα, νομοθετικά κείμενα) υπήρξε τέτοια η κατάχρηση του εργαλείου «εκλογικός νόμος» στην ελληνική πολιτική ζωή επί δεκαετίες, αλλά και τόσες οι... γκάφες που τη συνόδευσαν, ώστε κάποια στιγμή, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, το πολιτικό σύστημα της χώρας αναγκάστηκε να θέσει κανόνες περιορισμού της και να συμφωνήσει σε έναν νέο κανόνα, ο οποίος ισχύει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: ότι κάθε αλλαγή εκλογικού νόμου θα ισχύει όχι από τις επόμενες αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές. Εμεινε όμως, όπως πάντοτε, και ένα ανοιχτό «παράθυρο»: αν ο νόμος ψηφιστεί από τα 2/3 του Κοινοβουλίου, ισχύει και για τις αμέσως επόμενες.

Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα. Υστερα από πολύ καιρό που ο εκλογικός νόμος είχε βγει από την ατζέντα της εκλογικής «μαγειρικής» ακριβώς λόγω αυτής της δικλίδας ασφαλείας, γίνεται τώρα η προσπάθεια να ξεπεραστεί και αυτή: να συγκεντρωθούν οι πολυπόθητες 200 ψήφοι, ώστε οι επόμενες εκλογές να γίνουν με τον νέο νόμο τον οποίο τώρα επεξεργάζεται και προσπαθεί να περάσει η κυβέρνηση.


Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Ποτέ άλλοτε τόσο ασήμαντοι & μικρονοϊκοί άνθρωποι δεν κυβέρνησαν την Ελλάδα

Του Μάνου Στεφανίδη,
 www.trustpress.gr

 Μα είναι ποτέ δυνατόν; Είναι δυνατόν να χάσει ποτέ η εξουσία τη μαγεία της, τη σαγήνη της, την ιδιαίτερη της λάμψη; Ίσως το πιο ισχυρό αφροδισιακό της εξουσίας να είναι αυτή η ιδιαίτερη άλως που διαθέτει. Μπορεί λοιπόν ποτέ να την απολέσει; Μα τότε θα συνέβαιναν τα ύστερα του κόσμου όπως θα έλεγε και ο συγχωρεμένος Μήτια Καραγάτσης.
 
Έχουμε ξαναπεί ότι η εξουσία τελικά είναι εξουσία είτε με δεξιό είτε αριστερό πρόσημο. Όσο κυνικός και αν είναι αυτός ο σολιψισμός, όσο απογοητευτική κι αν φαίνεται μια τέτοια διαπίστωση, δυστυχώς συνιστά την πιο πικρή πολιτική αλήθεια.

Δείτε τους Συριζανέλ που σήμερα κυβερνάνε με τον τρόπο που παλιά κατήγγελλαν, δηλαδή με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με τους «μισθωτούς» της Βουλής σε διακοσμητικό ρόλο.
Όμως στην Ελλάδα της πρώτης φθοράς αριστερά συμβαίνει πασίδηλα αυτό ακριβώς το γεγονός: Η εξουσία απομυθοποιείται, χάνει τη μαγεία της για να θυμηθούμε τον δημοφιλή όρο του Max Weber κάθε μέρα περισσότερο. Ίσως είναι η πρώτη φορά που όλα, συλλήβδην, τα μαζικά μέσα επικοινωνίας αλλά και τα λεγόμενα social media χρησιμοποιούν το υποκοριστικό όνομα του προέδρου της Δημοκρατίας – και μάλιστα σχετλιαστικά, ειρωνικά, απαξιωτικά – όταν αναφέρονται στον ανώτατο άρχοντα της χώρας. Πρώτη φορά ο ανώτατος πολιτειακός άρχων απλά δεν εμπνέει σεβασμό ως πρόσωπο.

Αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, σε ποιον σήμερα εμπνέει τον ελάχιστο σεβασμό, ποιος σήμερα ζηλεύει τη θέση του; Ακόμα και ο πιο ματαιόδοξος, ο πιο αρχομανής, ακόμα και ο τελευταίος ηγετίσκος της αντιπολίτευσης, ειδικά τη στιγμή αυτή, δεν ζηλεύει τον Αλέξη, δεν θα ήθελε επ’ ουδενί να είναι στη θέση του.

Το Μαξίμου μοιάζει τόπος τιμωρίας.

Μα θα μου πείτε, ο Αλέξης θα ταξιδέψει σε λίγο στην Κίνα, θα δεχτεί τον Ιούνιο τον Γιουγκέρ, και μιλούσε την προηγούμενη εβδομάδα με τον Πούτιν ενώ τον έχει δεξιωθεί ο ίδιος ο Ομπάμα στον Λευκό Οίκο. Θέλουμε, δεν θέλουμε ο Αλέξης είναι ένας διεθνής σταρ, έστω και αναλώσιμος. Ή, έστω, έχει εξασφαλίσει ο ίδιος τα 15 λεπτά δημοσιότητας του Άντι Γουόρχολ, για πολύ μεγαλύτερο, χρονικό διάστημα και με σαφώς πιο εντυπωσιακή, με παγκόσμια εμβέλεια. Μετά όμως τι; Ποιο θα είναι το τέλος όλης αυτής της φαντασμαγορίας, αυτής της αυταπάτης;

Αν δεν έχουμε χάσει εντελώς το μυαλό μας και αν δεν μας έχει απορροφήσει αυτός ο υδαρής πολτός της καθημερινότητας και των ηλιθίων προτύπων που τα media προβάλλουν, όλη αυτή η «δόξα» του Αλέξη είναι και ανώφελη για το κοινωνικό σύνολο και επικίνδυνη για το μέλλον της χώρας.
 
Ποιος αμφιβάλλει σήμερα πως ο Αλέξης, έστω και αν δεν αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον κάποιο ειδικό δικαστήριο, δεν θα υποστεί την αμείλικτη ετυμηγορία της ιστορίας; Προσωπικά συμπονώ το παλιό μου φίλο, τον ενθουσιώδη κομσομόλο του κόμματος, τον Αλεξάκη με το πλατύ αθώο χαμόγελο και τα πλατιά όνειρα, τώρα που αποδείχτηκαν πως δεν είναι καθόλου αθώα όνειρα και φιλοδοξίες αλλά μάλλον εφιάλτες για όλους μας.

Δεν τον ζηλεύω λοιπόν καθόλου έστω κι αν πήγε στην Γουάσινγκτον ή την Νέα Υόρκη και είδε να γελάει πίσω από την πλάτη του ο ίδιος ο Clinton με τα γέλια του Ρασπούτιν. Ή, αν οι φίλοι του στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση μετά από κάθε μυστική ή φανερή συνάντηση τους, μετά από κάθε καινούργια παραχώρηση του, μετά από κάθε αναμενόμενη ή απρόβλεπτη κωλοτούμπα τόσο του ίδιου όσο και της κυβέρνησης που εκείνος κανοναρχεί.
Ποιος ζηλεύει πια τον έλληνα πρωθυπουργό, τον Αλέξη Τσίπρα, ή τους περίφημους υπουργούς του, ή την συμπαγή, διορισμένη λόγω λίστας, κοινοβουλευτική του ομάδα στην οποία βασιλεύει η δημοκρατία του νεκροταφείου;

Σε τι διαφέρει ο δεξιός αστός Βουλγαράκης από τον αριστερό αστό Φλαμπουράρη;

Απλώς ο τελευταίος φρουρείται από περισσότερους μπάτσους και χρησιμοποιεί περισσότερα αυτοκίνητα. Μαξιμαλισμός!

Ποτέ άλλοτε, το επαναλαμβάνω, ποτέ άλλοτε η Ελλάδα δεν είχε μια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τόσο χαμηλού, τόσο αγοραίου επιπέδου, ποτέ άλλοτε τόσο ασήμαντοι, μικρονοϊκοί άνθρωποι δεν είχαν εισβάλει για να κορδακίζονται ξεδιάντροπα στο ναό της δημοκρατίας. Και δεν εννοώ μόνο τους Χρυσαυγίτες. Και ούτε βέβαια διαθέταμε ποτέ τόσο ασήμαντους, τόσο ανυπόληπτους, τόσο συμπλεγματικούς υπουργούς ή ανώτατους κρατικούς λειτουργούς όπως σήμερα.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα παραδεχόμασταν ότι ανέκαθεν η εξουσία έβγαζε γέλιο. Ανέκαθεν ενέπνεε γελοιογράφους, επιθεωρησιογράφους, κωμωδιογράφους και ηθοποιούς που ανέβαιναν στη σκηνή μόνο και μόνο για να σατιρίσουν τα τρέχοντα πρόσωπα της κυβέρνησης ή τους παρδαλούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης. Θυμάμαι εδώ την κότα που συνοδεύει πάντα τον Κωνσταντίνο Τσάτσο εις ανάμνησιν της άστοχης παρέμβασης του ως προς το κατέβασμα των Ορνίθων των Κουν, Χατζιδάκι, Ρώτα, Νικολούδη από το Ηρώδειο αλλά και το παρδαλό κατσίκι, πάλι του Φωκίωνα Δημητριάδη, που ακολουθούσε σταθερά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο ή ακόμα τα φρύδια του Καραμανλή όπως τα ζωγράφιζε ο αμίμητος- αμείλικτος Μποστ ή τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Τρίτο Δρόμο του δια χειρός Γιώργου Ιωάννου ή τον θείο Καραμανλή – προτομή και τον ανιψιό – εξουσία σε συνδυασμό με τον μπαμπά Αντρέα και τον υιό Γεωργάκη από το ιδιοφυές πενάκι του Δημήτρη Χαντζόπουλου.

Και τώρα; Μα τώρα έχουν στομώσει και οι εμπνεύσεις και τα μολύβια τόσο των γελοιογράφων όσο και των κωμωδιογράφων. Καμιά επιθεώρηση το καλοκαίρι δε θα γελοιοποίησει τον Τσίπρα, ούτε θα παίξει με το επώνυμό του και την ομόηχη λέξη τσίπα στον τίτλο της ή κάτι ανάλογο.
 
Τώρα, η ίδια η πραγματικότητα είναι γεμάτη από κωμικά γκανγκς, γκάφες, γελοιότητες σε τρόπον ώστε να προκαλείται αυθόρμητος κλαυσίγελως αλλά και βαθύτατη οργή και απύθμενη απογοήτευση. Φερ´ ειπείν η διαπίστωση της Γεροβασίλη ότι είναι αντισυνταγματική μια αντικυβερνητική διαδήλωση στο Σύνταγμα.

Η κοινωνία διακατέχεται από μια απογοήτευση τέτοια που κανένα κριτικό σχόλιο ή γελοιογραφικό σκίτσο δεν μπορεί να ξεπεράσει… Το Μαξίμου είναι, μήνες τώρα, σταθερά αποκλεισμένο από οποιαδήποτε πρόσβαση και είναι φρουρούμενο από διμοιρίες και θωρακισμένα των ΜΑΤ, κανένας υπουργός δεν μπορεί εύκολα να κυκλοφορήσει δημόσια και πολύ περισσότερο να εμφανιστεί και να εκφωνήσει λόγους σε κομματικά ή μη ακροατήρια. Η αριστερή κυβέρνηση τρέμει πλέον και δεν θέλει πολλά-πολλά με τον λαό της!

Η πλήρης απομυθοποίηση της εξουσίας!

Η απόλυτη αποτυχία, η απόλυτη γελοιοποίηση, ο απόλυτος εκπεσμός της κυβέρνησης των Συριζανέλ, του Τέρενς, του Σπίρτζη, του Σκουρλέτη ή της Τζάκρη, η άκρα της απομάγευση έχει στερήσει από κωμωδιογράφους και σατιρικούς τα απαραίτητα εργαλεία, τα όπλα της εργασίας τους. Και είμαστε ακόμα στην αρχή.

ΥΓ1. Ο Νίκος Φίλης τείνει να γίνει, με όποιο κόστος σημαίνει αυτό, ο Άδωνις του Τσίπρα. Αδολέσχης και παντογνώστης, λαϊκιστής και προβοκάτορας μιλάει για πράγματα που αγνοεί υποκαθιστώντας ως μη έδει σεβάσμιους ακαδημαϊκούς δασκάλους ξεφτιλίζοντας διδακτορικά και εξειδικεύσεις και καθιστάμενος το πιο ισχυρό επιχείρημα της αντιπολίτευσης.
Ενώ ο Μητσοτάκης έχει μόνο έναν αδύναμο κρίκο, ο Τσίπρας διαθέτει περισσότερους. Όταν, κάποτε κατάκοπος κοιμάται ο Φίλης, ξυπνάει ευδιάθετος και έτοιμος για όλα ο Σπίρτζης και πάει λέγοντας. Ο θίασος της γελοιότητας μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ.

Έτσι λοιπόν ο Φίλης με το σοβαροφανές, αυστηρό όσο και βαρετό ύφος του κατηχητή, κατάφερε να προσδώσει στο απολίτικο κίνημα των «Παραιτηθείτε» μια σοβαρή θεωρητική ραχοκοκαλιά. Κατέστησε πάλι επίκαιρο τον σεφερικό λόγο: «Κύριε, όχι με αυτούς, ας γίνει αλλιώς το θέλημά Σου». Ο Φίλης, αφού κατάφερε ως διευθυντής της να μειώσει στο ήμισυ την κυκλοφορία της ήδη αποδεκατισμένης «Αυγής», τώρα θέλει να επιτύχει το ίδιο και στο κόμμα του. Άξιος!

ΥΓ2. Ο πανικός μιας εξουσίας που δεν μπορεί να διανοηθεί πλέον τον εαυτό της εκτός εξουσίας, διαπιστώνεται και από την αντίδραση της κυβέρνησης ως προς την διαδήλωση των Παραιτηθείτε. Μια απολιτίκ, διαδικτυακή μάζωξη έχει αναγορευτεί σε υπ´ αριθμόν ένα εχθρό του καθεστώτος.
Χωρίς καμία αίσθηση του γελοίου και χωρίς στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα. Η αριστερά των κινημάτων και του ακτιβισμού κατάντησε καθεστώς τύπου Μαδούρο.  Τι ντροπή !