Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Νίκος Πορτοκάλογλου, Oι αγανακτισμένοι είναι διορισμένοι πια...

Οι αγανακτισμένοι είναι διορισμένοι πια, οπότε δεν έχουν χρόνο για διαδηλώσεις.
Τόση οργή, τόση καταγγελία, τόσο μίσος και διχασμός, όλα γίνανε για μερικές καρέκλες.

Συνέντευξη στη  Μαρία Κατσουνάκη-  http://www.kathimerini.gr




«Εισιτήριο... για πού, κύριε Πορτοκάλογλου;» τον ρωτώ. «Ελα ντε!... Εσάς τι αίσθηση σας έδωσαν τα τραγούδια;» αντιστρέφει την ερώτηση. «Ενός απολογισμού, μιας διαδρομής που συνεχίζεται πιο φωτεινά, με πιο ελαφριές αποσκευές. Είστε όρθιος, πορεύεστε, έχετε απαλλαγεί από τα περιττά βάρη», απαντώ και οι ρόλοι αντιστρέφονται. Συνεχίζουμε για λίγο ακόμη με ανεστραμμένη τη σχέση δημοσιογράφου-συνεντευξιαζομένου. «Ναι, έτσι είναι μάλλον... Αλλά τι είναι απαραίτητο;» συναινεί και αναρωτιέται ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Αραδιάζουμε λέξεις και σκέψεις και καταλήγουμε ταυτόχρονα: «Μια ανάσα είναι το απαραίτητο».

Δεν έχει έτοιμες απαντήσεις ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Και κάθε απάντηση καταλήγει σε ένα ερώτημα. Το «Εισιτήριο», που κυκλοφορεί το Μεγάλο Σάββατο με την «Καθημερινή», περιλαμβάνει 14 τραγούδια, τα 13 καινούργια (έστω και αν τα τρία έχουν ήδη ακουστεί στο ραδιόφωνο και αναρτηθεί στο Youtube). Οσο για το 14ο, είναι το «Χωρίς αμορτισέρ» (από την ταινία «Βαλκανιζατέρ» του Σωτήρη Γκορίτσα, 1997), σε νέα διασκευή με τη συμμετοχή του γιου του, Λευτέρη, ο οποίος έχει ήδη κάνει τα πρώτα του βήματα ως μουσικός. Το εξώφυλλο είναι μια selfie φωτογραφία της κόρης του Θάλειας, που του την έστειλε όταν σπούδαζε στο Λονδίνο. Τουλάχιστον ένα από τα τραγούδια (το «Μαζί») είναι αφιερωμένο στη σχέση του με τη Μαρίνα, με την οποία έχουν συμπληρώσει περίπου 40 χρόνια κοινού βίου. «Για τη Μαρίνα είναι τα μισά μου τραγούδια... Αλλά αναφέρονται και στο ζευγάρι, το οποίο θεωρώ ηρωικό είδος προς εξαφάνιση! Ύμνος στο ζευγάρι και ταυτόχρονα στο “μαζί”, στις παρέες, στους φίλους».

Το «μαζί» δεν έχει στραπατσαριστεί τα τελευταία χρόνια;
Νομίζουμε ότι η κοινωνία είναι οι άνθρωποι με τους οποίους επικοινωνούμε στα social media, ενώ είναι το ένα εκατοστό. Επικοινωνούμε με αυτούς που συμφωνούμε. Ήττα είναι αυτό. Το κάνεις για να προστατεύεσαι από δηλητήρια και τσακωμούς, αλλά είναι ηττημένη η κοινωνία που δεν κατορθώνει να έχει διάλογο ανάμεσα σε αυτούς που διαφωνούν. Είναι μια ηττημένη δημοκρατία.

Είχατε και προσωπικό κόστος με τον στίχο «νικητές και ηττημένοι όλοι χάσαμε μαζί»...
Ε, όταν λες αντιδημοφιλείς απόψεις, έχεις κόστος. Κάποιοι σε διαγράφουν. Δεν παριστάνω πως δεν με νοιάζει. Καλλιτέχνες είμαστε, θέλουμε να μας αγαπάνε όλοι. Αλλά τι να κάνουμε, εδώ και χρόνια το έχω πάρει απόφαση. Αν δεν μιλούσα, θα έσκαγα. Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο, όμως, είναι ότι από την αρχή της κρίσης έχουμε χωριστεί σε στρατόπεδα, κάνουμε πια παρέα μόνο με αυτούς που συμφωνούμε. Κι αυτό, επιμένω, είναι ήττα, είναι φτώχεια.

Το τραγούδι μπορεί να είναι «γέφυρα»;
Γι’ αυτό δεν τελειώνει ο έρωτάς μου για το τραγούδι. Ο καλλιτέχνης έχει ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνίας με το κοινό. Ένιωσα ότι οι δικές μου κόπηκαν γιατί είπα πράγματα που δεν είναι αρεστά, ενταγμένα στην παράδοση των καλλιτεχνών μετά τη Μεταπολίτευση, που έπρεπε να είναι μποέμ και αριστεροί. Όπως είχε πει ο Χατζιδάκις, «στην Ελλάδα, για να κάνεις καριέρα, πρέπει να είσαι ή ομοφυλόφιλος ή αριστερός. Εγώ αριστερός δεν είμαι». Προσωπικά, έτσι κι αλλιώς, πάντα ήμουν άστεγος πολιτικά. Όσο ζούσαν όμως ο Κύρκος και ο Παπαγιαννάκης, οι λέξεις «αριστερός» και «προοδευτικός» είχαν ακόμη κάποιο περιεχόμενο. Από κει και μετά, δεν θέλω να έχω καμία σχέση με αυτό το ιδεοληπτικό απολίθωμα που αντιστέκεται σε κάθε μορφής αξιολόγηση και αξιοκρατία. Ενάντια δηλαδή σε κάθε πρόοδο, αλλά με «προοδευτικό πρόσημο». 

Είμαστε ακόμη χωρισμένοι σε «στρατόπεδα»; 
Πάντα ήμουν καχύποπτος απέναντι σε κάθε είδους ιδεολογία. Ενα κρεβάτι του Προκρούστη που πετσοκόβει την αληθινή ζωή για να τη φέρει στα μέτρα της. Υποτιμήσαμε τις αρχές και τις αξίες που πήραμε από τους γονείς μας και υπερτιμήσαμε τις ιδεολογίες. Ευτυχώς, η εμφυλιοπολεμική φάση έχει περάσει, νομίζω. Είμαστε πλέον περισσότερο εξουθενωμένοι, παραιτημένοι, διαψευσμένοι, με ένα αίσθημα κενού. Είμαστε αποκαμωμένοι. Τηλεφώνησα στην τράπεζα για έναν λογαριασμό που είχε μείνει κενός και μου είπε η διευθύντρια: «Δεν φαντάζεστε τι ζούμε κάθε τέλος του μήνα. Ερχονται άνθρωποι και κλαίνε. Λένε στον ηλικιωμένο στο ταμείο ότι πρέπει να πληρώσει 600 ευρώ και η σύνταξή του είναι 450». Παρ’ όλα αυτά, τώρα, ούτε αγανακτισμένοι υπάρχουν, ούτε διαδηλώσεις, ούτε φωνές...

Γιατί κατά τη γνώμη σας;
Η πιο απλή εξήγηση είναι ότι οι αγανακτισμένοι είναι διορισμένοι πια, οπότε δεν έχουν χρόνο για διαδηλώσεις. Τόση οργή, τόση καταγγελία, τόσο μίσος και διχασμός, όλα γίνανε για μερικές καρέκλες; Ακούω τους φίλους μου να λένε ότι δεν υπάρχει ελπίδα, αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω.

Ελπίδα είναι «να κρύβει ο χειμώνας στην καρδιά του μια άνοιξη»;
Το πιστεύουμε επειδή συμβαίνει, στη φύση τουλάχιστον!

Εχετε σκεφτεί ότι έχετε κάνει λάθος σε στίχο;
Ναι, βέβαια. Κατ’ αρχάς τα τραγούδια μου τα διασκευάζω μουσικά, διαρκώς. Τα παλιά τραγούδια τα αλλάζω, τα ξανακοιτάζω, αναζητάω έναν τρόπο να με ενθουσιάσουν και πάλι, αλλιώς τα αφήνω στην άκρη. Φέτος, για πρώτη φορά, το έκανα και με στίχους. Είπα το «Απέναντι» με αλλαγμένο το ρεφρέν. Εψαχνα να βρω τι με ενοχλούσε. Ελεγε: «Δώσ’ μου πάλι δανεικά/ δώσ’ μου κάτι έναντι/ έλα πάρε με αγκαλιά, πέρασέ με απέναντι». Το έκανα «δεν ζητάω δανεικά, δεν ζητάω έναντι...». Σαν να βρήκα λύση σε κάτι που με ενοχλούσε. Τα τραγούδια είναι ζωντανοί οργανισμοί, πάντα προς επεξεργασία. 

«Από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη τη χώρα, ώσπου να βρω νερό, γιατί ανήκω εδώ». Στο καινούργιο άλμπουμ υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο «Η πρώτη μας πατρίδα». Πώς θα ορίζατε την πατρίδα;
Από τα χρόνια των «Φατμέ» έχω γράψει για την πατρίδα. Είναι ο τόπος, οι μυρωδιές, το φως, οι άνθρωποι, η γλώσσα, το φαγητό... Μια μέρα, πριν από καιρό, πήγα με τον φίλο μου τον Τάσο Βρεττό, τον φωτογράφο, σε μια αιθιοπική εκκλησία στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας. Τον συγκλόνισε τόσο η εμπειρία αυτή, ώστε επί τρία χρόνια εξερεύνησε κάθε ναό μεταναστών στην Αττική. Τον ακολουθούσα κι εγώ πότε πότε. Ο στίχος «κι όλο γυρνάμε στην πρώτη μας πατρίδα» έχει κάτι βιβλικό, σχεδόν μεταφυσικό. Σαν να μιλάω για τον κήπο της Εδέμ. Η αναζήτηση για μένα δεν σταματάει. Κάθε μέρα ψάχνω για το «νερό», που άλλοτε είναι η μουσική, άλλοτε η αγάπη μου για τους ανθρώπους, άλλοτε οι φίλοι, μια βόλτα, η θάλασσα. 

Μάθατε να εκτιμάτε πράγματα που θεωρούσατε δεδομένα;
Ναι, όπως τις σχέσεις με τους φίλους. Κάθε συνάντηση έχει μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι στο παρελθόν. Βέβαια, πρέπει να παίζει ρόλο και η ηλικία πια.

Νοσταλγείτε κάτι από το παρελθόν;
Με τη νοσταλγία δεν τα πάω καλά. Η ανάγκη να αποδράσουμε από το παρόν μάς κάνει να εξιδανικεύουμε ένα παρελθόν και να τρέχουμε να κρυφτούμε εκεί. Ο φόβος μπροστά στο παρόν και στο μέλλον. Το ποίημα του Καβάφη που λέει: «Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο (...) Κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου/ τες αναμνήσεις μου...». Αυτό εγώ το λέω παρόν. Να κοιτάς τον άλλον απέναντί σου, να τον ακούς, να μην είσαι χαμένος στις σκέψεις σου.

«Χωρίς αμορτισέρ» 1997 και «Χωρίς αμορτισέρ» 2017. Ποια η διαφορά;
Και τότε βλέπαμε ότι τα θεμέλια δεν είναι πολύ γερά, αλλά είχε σηκωθεί η πολυκατοικία, επταώροφη με πιλοτή. Όλοι ήμαστε ευχαριστημένοι, αλλά ξέραμε ότι δεν έχουν στρωθεί καλά τα μπετά. Τώρα έχει πάθει καθίζηση. Δεν έχει γκρεμιστεί, αλλά έχει γείρει. 

Διορθώνεται;
Δεν ξέρω... Μήπως πρέπει να πέσει και να ξαναχτιστεί από την αρχή; Όχι πολυκατοικία, διώροφο, αλλά να είναι γερό. Όπως βλέπετε, ερωτήσεις κάνω κι εγώ. Είμαι καλύτερος στις ερωτήσεις!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου