Γράφει ο Αλέκος Παπαναστασίου-
www.protagon.gr
Στη σκιά της υποκλοπής της συνομιλίας Τόμσεν – Βελκουλέσκου, η δήλωση του διοικητή της ΕΥΠ Γιάννη Ρουμπάτη είναι πρωτοφανής. Στην καλύτερη περίπτωση συνιστά παραδοχή για ένα πολύ ανησυχητικό στοιχείο: αν δεν ήταν η ΕΥΠ που παρακολουθούσε τον Τόμσεν, τότε είναι κάποιος άλλος, που δρα με την ανοχή των ελληνικών υπηρεσιών ή – ακόμη χειρότερα – ανεξέλεγκτος.
Επειτα και από την επιβεβαίωση δια στόματος Αλέξη Τσίπρα της ευεργετικής – για τους στόχους και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης – επίδρασης μίας υποκλοπής, τα ερωτήματα για το τι ακριβώς συμβαίνει στην χώρα γίνονται πιεστικά.
Μερικά στοιχεία όμως γεννούν προβληματισμό ως προς τις πρακτικές, τις ενέργειες και τα πρόσωπα που κινούνται και επηρεάζουν τις τύχες των πολιτών της χώρας, πέραν των ορίων της όποιας διαπραγμάτευσης και των όσων ο Τόμσεν μπορεί να είπε με την Βελκουλέσκου.
Το ζήτημα αφορά τον συνδυασμό της αξιοπιστίας της χώρας (στο πρόσωπο του εκάστοτε Πρωθυπουργού της) και των δικλίδων ασφαλείας του πολιτεύματος.
Η πρώτη παράμετρος, αυτή της αξιοπιστίας, κατά γενική ομολογία – ή μάλλον κατά την άποψη στελεχών του δημοκρατικού τόξου εκτός ΣΥΡΙΖΑ – δέχθηκε ένα ακόμη τρομακτικό πλήγμα τις τελευταίες ημέρες. Από το γεγονός και μόνο ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας έσπευσε από τα ξημερώματα ουσιαστικά του προηγούμενου Σαββάτου, να αποδεχθεί και να αξιοποιήσει προϊόντα υποκλοπής και χτίσει μία ολόκληρη επιχείρηση επίτευξης πολιτικών ή και άλλων στόχων. Χωρίς καμία επιφύλαξη και χωρίς συναίσθηση του τι σήμανε αυτό.
Αποτέλεσμα ήταν στον διεθνή Τύπο (και δη στον γερμανικό), να εμφανιστούν δημοσιεύματα, τα οποία δεν δίσταζαν να «δείξουν» την κυβέρνηση της Ελλάδας ως ενορχηστρωτή της υποκλοπής. Αντίστοιχο δηλητηριώδη υπαινιγμό περιέλαβε Κριστίν Λαγκάρντ στην επιστολή της προς τον κ. Τσίπρα, ενώ ακόμη και η γερμανική καγκελαρία τοποθετήθηκε με μία ανακοίνωση, το νόημα της οποίας ήταν «δεν νοείται να συμβαίνουν τέτοια πράγματα».
Η δεύτερη παράμετρος φανερώθηκε με την εκπληκτική συνέχεια επί του συγκεκριμένου πεδίου και με τρόπο εξίσου πρωτοφανή: ο διοικητής της ΕΥΠ, Γιάννης Ρουμπάτης εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία δήλωνε τα εξής: «Αποστολή της ΕΥΠ είναι η προστασία της Εθνικής μας Ασφάλειας και της Εθνικής μας Κυριαρχίας. Η ΕΥΠ λειτουργεί με βάση την ελληνική νομοθεσία, η οποία απαιτεί πάντα Εισαγγελική Παραγγελία για την αντιμετώπιση εγκληματικών δράσεων ή άλλων απειλών».
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι με την ανακοίνωση αυτή ο κ. Ρουμπάτης διαψεύδει ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την παρακολούθηση των εκπροσώπων του ΔΝΤ ή όποιων άλλων, στην Αθήνα – εκτός αν εμπλέκεται και εισαγγελέας και δεν το γνωρίζουμε ακόμη.
Σε αυτήν την περίπτωση όμως, ο διοικητής της ΕΥΠ και δι’ αυτού η κυβέρνηση παραδέχεται κάτι άλλο, πολύ πιο ανησυχητικό: ότι είτε ανέχεται κάποιους επί ελληνικού εδάφους να παρακολουθούν τηλεφωνικές συνομιλίες προσώπων με νευραλγικούς ρόλους, είτε δεν έχει κανέναν απολύτως έλεγχο και όποιος θέλει παρακολουθεί ανενόχλητος. Και εν συνεχεία η κυβέρνηση επιχαίρει και δρομολογεί τα επικοινωνιακά της παιχνίδια.
Υπό αυτές τις συνθήκες και εν αναμονή μίας νέας περιπέτειας στις σχέσεις της χώρας με τους δανειστές, εταίρους, συμμάχους της, η διαπίστωση που τρομάζει ολοένα και περισσότερους, πολιτικούς και πολίτες, αφορά ένα ζήτημα: μέχρι πού είναι αποφασισμένη αυτή η κυβέρνηση να φθάσει για την εξυπηρέτηση των στόχων της;
www.protagon.gr
Στη σκιά της υποκλοπής της συνομιλίας Τόμσεν – Βελκουλέσκου, η δήλωση του διοικητή της ΕΥΠ Γιάννη Ρουμπάτη είναι πρωτοφανής. Στην καλύτερη περίπτωση συνιστά παραδοχή για ένα πολύ ανησυχητικό στοιχείο: αν δεν ήταν η ΕΥΠ που παρακολουθούσε τον Τόμσεν, τότε είναι κάποιος άλλος, που δρα με την ανοχή των ελληνικών υπηρεσιών ή – ακόμη χειρότερα – ανεξέλεγκτος.
Επειτα και από την επιβεβαίωση δια στόματος Αλέξη Τσίπρα της ευεργετικής – για τους στόχους και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης – επίδρασης μίας υποκλοπής, τα ερωτήματα για το τι ακριβώς συμβαίνει στην χώρα γίνονται πιεστικά.
Μερικά στοιχεία όμως γεννούν προβληματισμό ως προς τις πρακτικές, τις ενέργειες και τα πρόσωπα που κινούνται και επηρεάζουν τις τύχες των πολιτών της χώρας, πέραν των ορίων της όποιας διαπραγμάτευσης και των όσων ο Τόμσεν μπορεί να είπε με την Βελκουλέσκου.
Το ζήτημα αφορά τον συνδυασμό της αξιοπιστίας της χώρας (στο πρόσωπο του εκάστοτε Πρωθυπουργού της) και των δικλίδων ασφαλείας του πολιτεύματος.
Η πρώτη παράμετρος, αυτή της αξιοπιστίας, κατά γενική ομολογία – ή μάλλον κατά την άποψη στελεχών του δημοκρατικού τόξου εκτός ΣΥΡΙΖΑ – δέχθηκε ένα ακόμη τρομακτικό πλήγμα τις τελευταίες ημέρες. Από το γεγονός και μόνο ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας έσπευσε από τα ξημερώματα ουσιαστικά του προηγούμενου Σαββάτου, να αποδεχθεί και να αξιοποιήσει προϊόντα υποκλοπής και χτίσει μία ολόκληρη επιχείρηση επίτευξης πολιτικών ή και άλλων στόχων. Χωρίς καμία επιφύλαξη και χωρίς συναίσθηση του τι σήμανε αυτό.
Αποτέλεσμα ήταν στον διεθνή Τύπο (και δη στον γερμανικό), να εμφανιστούν δημοσιεύματα, τα οποία δεν δίσταζαν να «δείξουν» την κυβέρνηση της Ελλάδας ως ενορχηστρωτή της υποκλοπής. Αντίστοιχο δηλητηριώδη υπαινιγμό περιέλαβε Κριστίν Λαγκάρντ στην επιστολή της προς τον κ. Τσίπρα, ενώ ακόμη και η γερμανική καγκελαρία τοποθετήθηκε με μία ανακοίνωση, το νόημα της οποίας ήταν «δεν νοείται να συμβαίνουν τέτοια πράγματα».
Η δεύτερη παράμετρος φανερώθηκε με την εκπληκτική συνέχεια επί του συγκεκριμένου πεδίου και με τρόπο εξίσου πρωτοφανή: ο διοικητής της ΕΥΠ, Γιάννης Ρουμπάτης εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία δήλωνε τα εξής: «Αποστολή της ΕΥΠ είναι η προστασία της Εθνικής μας Ασφάλειας και της Εθνικής μας Κυριαρχίας. Η ΕΥΠ λειτουργεί με βάση την ελληνική νομοθεσία, η οποία απαιτεί πάντα Εισαγγελική Παραγγελία για την αντιμετώπιση εγκληματικών δράσεων ή άλλων απειλών».
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι με την ανακοίνωση αυτή ο κ. Ρουμπάτης διαψεύδει ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την παρακολούθηση των εκπροσώπων του ΔΝΤ ή όποιων άλλων, στην Αθήνα – εκτός αν εμπλέκεται και εισαγγελέας και δεν το γνωρίζουμε ακόμη.
Σε αυτήν την περίπτωση όμως, ο διοικητής της ΕΥΠ και δι’ αυτού η κυβέρνηση παραδέχεται κάτι άλλο, πολύ πιο ανησυχητικό: ότι είτε ανέχεται κάποιους επί ελληνικού εδάφους να παρακολουθούν τηλεφωνικές συνομιλίες προσώπων με νευραλγικούς ρόλους, είτε δεν έχει κανέναν απολύτως έλεγχο και όποιος θέλει παρακολουθεί ανενόχλητος. Και εν συνεχεία η κυβέρνηση επιχαίρει και δρομολογεί τα επικοινωνιακά της παιχνίδια.
Υπό αυτές τις συνθήκες και εν αναμονή μίας νέας περιπέτειας στις σχέσεις της χώρας με τους δανειστές, εταίρους, συμμάχους της, η διαπίστωση που τρομάζει ολοένα και περισσότερους, πολιτικούς και πολίτες, αφορά ένα ζήτημα: μέχρι πού είναι αποφασισμένη αυτή η κυβέρνηση να φθάσει για την εξυπηρέτηση των στόχων της;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου