Νέα στοιχεία δείχνουν ότι ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος στην υπόθεση
Noor-1 κινήθηκε πολύ πέραν του απλού δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος.
Αντίθετα, τον παρουσιάζουν να παίζει κομβικό ρόλο στην προσπάθεια να
κινηθεί η διεύρυνση σε συγκεκριμένη κατεύθυνση και με βάση συγκεκριμένη
ατζέντα.
Στις διπλές εκλογές του 2014, ο
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, εξαπολύοντας μια χυδαία επίθεση ενάντια στον
Γαβριήλ Σακελλαρίδη, υποψήφιο τότε για τον Δήμο της Αθήνας, έγινε για
τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ το κατεξοχήν παράδειγμα προς αποφυγή, ο ιδεότυπος
του κιτρινισμού στον Τύπο.
Σήμερα ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος έχει γίνει η αιχμή του δόρατος στην
επικοινωνιακή απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις αποκαλύψεις που έγιναν
για τις πιέσεις που ασκήθηκαν στον ισοβίτη Μάκη Γιαννουσάκη για να
καταθέσει εναντίον του εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη, με πρωταγωνιστή τον
αξιωματικό του Λιμενικού Παναγιώτη Χριστοφορίδη, αλλά και για τις δώδεκα
τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον ισοβίτη ο υπουργός Εθνικής
Άμυνας Πάνος Καμμένος.
Με σειρά άρθρων στην ιστοσελίδα zougla.gr τις τελευταίες μέρες, όχι
μόνο διαρκώς προσπαθεί να δικαιολογήσει τους κυβερνητικούς χειρισμούς,
αλλά και επιτίθεται σε όσους έθεσαν ερωτήματα και ζήτησαν απαντήσεις για
τα όσα συνέβησαν.
Μάλιστα, όχι μόνο παραδέχεται ότι έχει από καιρό ενεργό ανάμειξη στην
υπόθεση αλλά και ότι πήρε την πρωτοβουλία να ενημερώσει τους αρμόδιους
υπουργούς. Όπως
έχει αφηγηθεί
ο ίδιος αφού ήρθε στα χέρια του ανώνυμη επιστολή που αφορούσε την
υπόθεση Noor-1 και αφού επιβεβαίωσε ότι παρόμοια επιστολή είχε σταλεί
και στον υπουργό Εθνικής Άμυνας Πάνο Καμμένο, στη συνέχεια άρχισε να
διερευνά την υπόθεση, να μαζεύει κατά δήλωσή του στοιχεία και να
επικοινωνεί με τον ισοβίτη Μάκη Γιαννουσάκη. Αφού η σχέση τους «είχε
γίνει πιο στενή» επικοινώνησε με τον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή,
ο οποίος τον παρέπεμψε στις εισαγγελικές αρχές. Αργότερα και αφού κατά
δήλωσή του είχε και επιπλέον στοιχεία όπως έγραψε
«επιχείρησα ανεπιτυχώς να επικοινωνήσω για δεύτερη φορά με τον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή».
Συνεχίζει ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος γράφοντας ότι
«απευθύνθηκα
αμέσως μετά στον Πάνο Καμμένο, για να τον καταστήσω υπεύθυνο τόσο
εκείνον όσο και τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης και τους αρμόδιους
υπουργούς Προστασίας του Πολίτη και Δικαιοσύνης για την ασφάλεια της
ζωής ενός τόσο πολύτιμου μάρτυρα. Ετσι ενεπλάκη ο υπουργός Άμυνας στην
υπόθεση ο οποίος επικοινώνησε το ίδιο βράδυ με τον υπουργό Δικαιοσύνης
και με τον κρατούμενο Γιαννουσάκη. Ήταν μάλιστα τόση η σπουδή τους που
δόθηκε οδηγία στην αρμόδια εισαγγελέα να επισκεφθεί άμεσα τον κρατούμενο
και να του πάρει κατάθεση για όσα μου είχε αποκαλύψει».
Ο ίδιος ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Πάνος Καμμένος παραδέχτηκε,
μιλώντας στη Βουλή στις 3 Ιουλίου ότι όντως επικοινώνησε κατ’ επανάληψη
με τον ισοβίτη Μάκη Γιαννουσάκη αφού ειδοποιήθηκε από τον δημοσιογράφο
Μάκη Τριανταφυλλόπουλο:
«αφού ειδοποιήθηκα από τον δημοσιογράφο Τριανταφυλλόπουλο ότι ήθελε να μιλήσει, μίλησα μαζί του.»
Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι έχουμε να κάνουμε, με βάση τα
λεγόμενα από τον ίδιο ότι έχουμε να κάνουμε με έναν δημοσιογράφο που δεν
κυνηγάει απλώς μια είδηση ή αποκλειστικότητα. Δεν συμπεριφέρεται καν ως
ένας ακόμη «τηλε-εισαγγελέας» ή «τηλε-ντετέκτιβ», αλλά ως κάποιος που
μπορεί να κινητοποιεί την κυβέρνηση, να ενημερώνει, κατά το δοκούν τον
έναν ή τον άλλο υπουργό και να κρίνει ο ίδιος εάν και πότε θα πάει να
ενημερώσει, ως οφείλει, τις εισαγγελικές αρχές. Όπως ο ίδιος
παραδέχεται, ακόμη και όταν του υπέδειξε ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης
να ενημερώσει (υποθέτουμε αμέσως, λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης) ο
ίδιος επέλεξε να το κάνει
«αργότερα και αφού είχα ολοκληρώσει τις συνεντεύξεις μου με τον Γιαννουσάκη.»
Ομολογουμένως, ενδιαφέρουσα άποψη περί της ελαστικότητας του χρόνου και
της νομιμότητας από έναν δημοσιογράφο που αρέσκεται να παρουσιάζεται ως
κήνσορας της ηθικής και ο οποίος κρίνει ότι μπορεί ακόμη και αγνοεί
υποδείξεις υπουργών ή να πηγαίνει σε όποιον υπουργό θα έχει περισσότερο
«ευήκοον ους».
Σήμερα το Unfollow αποκαλύπτει μια ακόμη ενδιαφέρουσα πτυχή της όλης
υπόθεσης. Μηνύματα sms που αντάλλαξε ο ισοβίτης Μάκης Γιαννουσάκης με
τον δημοσιογράφο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο το βράδυ της 17
ης
Ιανουαρίου 2017, όταν ύστερα από ένα πλήθος επικοινωνιών του Γιαννουσάκη
με τον Πάνο Καμμένο αλλά και τον Τριανταφυλλόπουλο κατέφθασε εσπευσμένα
η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, Ειρήνη Τζίβα, στις
φυλακές όπου κρατείτο ο Γιαννουσάκης για να του πάρει κατάθεση.
Έτσι λοιπόν το απόγευμα της 17
ης Ιανουαρίου και πριν
αρχίσουν οι συχνές επικοινωνίες με τον Πάνο Καμμένο είναι ο Μάκης
Τριανταφυλλόπουλος που σε συνέχεια συνομιλίας που είχε με τον Μάκη
Γιαννουσάκη του ανακοινώνει ότι φρόντισε ο ίδιος να πάει ο [sic]
προϊστάμενος εισαγγελίας να του πάρει κατάθεση. Το κείμενο του μηνύματος
είναι αρκούντως αποκαλυπτικό:
«Φρόντισα να έρθει σήμερα ο
προϊστάμενος εισαγγελίας για να σου πάρει κατάθεση. Πες τα όλα άφοβα
όπως τα είπες σ εμένα για να βγω φόρα παρτίδα. Η οικογένεια σου θα είναι
καλυμμένη από σήμερα το βράδυ». Κοινώς ένας δημοσιογράφος μπορεί
όχι μόνο να «φροντίζει» να πάει εισαγγελέας να πάρει κατάθεση αλλά
μπορεί και να εγγυηθεί την ασφάλεια της οικογένειας του ισοβίτη.
Όμως, ενδιαφέρον έχει η αντίδραση του ισοβίτη, ο οποίος απαντά ότι
δεν θα δώσει καμία κατάθεση τώρα έτσι και ότι αυτό το είχε πει στο
δημοσιογράφο από το πρωί και αντιπροτείνει να μιλήσουν το πρωί. Κοινώς ο
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος είναι αυτός που πιέζει για κατάθεση, την οποία
«οργανώνει» κιόλας, παρά την αντίθετη γνώμη του ίδιου του έγκλειστου
ισοβίτη. Μάλιστα για να δείξει ο Τριανταφυλλόπουλος ότι δεν τα κάνει
μόνος του αλλά είναι σε συνεννόηση με την κυβερνητική πλευρά στέλνει
μήνυμα, λέγοντας ότι
«είναι ενημερωμένη όλη η ηγεσία. Ο Καμμε».
Είναι τόσο το ενδιαφέρον του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου για να δώσει ο
Γιαννουσάκης αυτή την κατάθεση, την οποία ο ίδιος ο έγκλειστος έχει πει
ότι δεν θέλει να την κάνει με αυτούς τους όρους, που του στέλνει μήνυμα
στις 9.36 μμ ρωτώντας τον «Ήρθε;» για να λάβει την απάντηση «Όχι ακόμη».
Θυμίζουμε ότι όπως έχει πια αποκαλυφθεί εκείνο το βράδυ η εισαγγελέας
κ. Τζίβα άργησε να φτάσει στις Φυλακές Αυλώνα, όπου κρατείτο ο
Γιαννουσάκης γιατί αρχικώς εκ παραδρομής πήγε στις φυλακές… Κορυδαλλού.
Το γεγονός σχολιάζει με μηνύματά του στον Γιαννουσάκη και ο Μάκης
Τριανταφυλλόπουλος: «Απίστευτο! Πήγε σε άλλη φυλακή. Μου λένε ότι
έρχεται τώρα».
Κοινώς, ένας δημοσιογράφος όχι μόνο γνωρίζει ότι θα πάει μια
εισαγγελέας να πάρει κατάθεση, σε μια υπόθεση πολύκροτη και στις
ανοιχτές πλευρές της δικογραφίας απόρρητη, αλλά και είναι σε «ανοιχτή
γραμμή» με στελέχη της κυβέρνησης που τον ενημερώνουν ακόμη και για την
πιο μικρή λεπτομέρεια, λειτουργώντας ως άτυπος «συντονιστής»
προσπάθειας. Ενδιαφέρουσα, ομολογουμένως, αντίληψη για την «τέταρτη
εξουσία».
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Κυνηγώντας την είδηση και με
ισοβίτες θα μιλήσεις και με υπουργούς. Άλλο αυτό και άλλο να λειτουργείς
ως ιδιότυπο τμήμα ενός πολιτικού – δημοσιογραφικού και δικαστικού
κυκλώματος. Επιπλέον, εάν όντως σε νοιάζει η δημοσιογραφία και δεν
εξυπηρετείς μια πολιτική και επιχειρηματική ατζέντα δεν εισπράττεις τοις
μετρητοίς ό,τι πέφτει στην αντίληψή σου. Γιατί, προφανώς δεν είναι
αυτονόητα αποδεκτά αυτά που λέει και υποστηρίζει ένας καταδικασμένος
πρωτόδικα σε ισόβια, και μάλιστα σε μια από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις
διακίνησης ναρκωτικών στην Ελλάδα (και ο οποίος διεκδικεί ελαφρυντικά –
όχι την αθωότητά του). Κανείς θα έλεγε ότι ισχύει μάλλον το ακριβώς
αντίθετο: η ανάγκη μέγιστης επιφύλαξης. Επιφύλαξη που όχι μόνο δεν
επέδειξε ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος όταν έσπευσε να υιοθετήσει πλήρως
τους αρχικούς ισχυρισμούς του Γιαννουσάκη, προσπαθώντας μάλιστα –κατά τα
γραφόμενα του ίδιου του εκδότη της «Ζούγκλας»– να κινητοποιήσει
υπουργούς, ενώ στοιχειώδης δεοντολογία θα απαιτούσε στο βαθμό που είναι
αντιμέτωπος με τα ήξεις-αφίξεις του Γιαννουσάκη να αποφύγει να διαλέξει
τι από αυτά ίσχυε και τι ήταν εκ των υστέρων ανασκευή. Αντίθετα,
αρνήθηκε ακόμη και να δημοσιοποιήσει ότι ο συνομιλητής του είχε
αναιρέσει όσα του είχε αρχικά πει.
Στη λογική του UNFOLLOW, σε αντίθεση
με άλλα έντυπα και ιστοσελίδες, ποτέ δεν ανήκε η εξυπηρέτηση της όποιας
προσωπικής, επιχειρηματικής ή κυβερνητικής ατζέντας. Είναι, επίσης,
προφανής ο κίνδυνος ότι ειδικά σε μια μεγάλη ποινική υπόθεση η ατζέντα
κάποιων από τους συμμετέχοντες θα καθορίζεται και από την αναζήτηση
αποφυγής ποινών.
Και βέβαια γεννιούνται σοβαρά ερωτήματα για την ανάμειξη του Πάνου
Καμμένου. Το να επισκεφτεί ένας δημοσιογράφος τον υπουργό Δικαιοσύνης
σχετικά με μια πολύκροτη δικαστική έρευνα έχει τη λογική του. Αλλά γιατί
να ενημερώσει και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας που δεν είναι καθ’ ύλην
αρμόδιος; Ποιος ο λόγος να παρακολουθεί τόσο στενά την υπόθεση Noor-1 ο
υπουργός Εθνικής Άμυνας, να έχει πρόσβαση σε πτυχές της που δεν ανήκουν
στις δημόσιες πλευρές της και να ανακατεύεται στη διερεύνησή της (κατά
την απόρρητη φάση της ανάκρισης); Και τελικά ποιος υπουργός πήρε πρώτος
την πρωτοβουλία να ενημερώσει τις δικαστικές αρχές, ο Πάνος Καμμένος,
όπως ο ίδιος δήλωσε αρχικά μετά την αποκάλυψη της συνομιλίας
Γιαννουσάκη–Χριστοφορίδη, ή ο Σταύρος Κοντονής;
Όμως, και ως προς τους χειρισμούς του υπουργού Σταύρου Κοντονή
υπάρχουν ερωτήματα. Το να επιδείξει ενδιαφέρον σε καταγγελίες και άρα να
στείλει εισαγγελικό λειτουργό ήταν όντως εντός των καθηκόντων του.
Γιατί, όμως, επέλεξε να δώσει εντολή στην κ. Τζίβα, που δεν χειρίζεται
την έρευνα για τα ναρκωτικά και το Noor-1 αλλά την παράλληλη έρευνα για
το λαθρεμπόριο πετρελαίου, και δεν έστειλε την κ. Αλβανού που χειρίζεται
την υπόθεση για τα ναρκωτικά; Γιατί έπρεπε να πάει ειδικά αυτή η
δικαστικός; Γιατί δεν εστάλη η αρμόδια Εισαγγελέας κ. Αλβανού; Γιατί
καθυστέρησε τόσο η διερεύνηση της μηνυτήριας αναφοράς που κατέθεσε στην
Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ο Γιαννουσάκης;
Εδώ πρέπει να πούμε ότι αξιόπιστες πηγές από το χώρο της Δικαιοσύνης
μάς εξήγησαν ότι η μεθοδολογία για να στηθεί αυτό που συνήθως ονομάζουμε
«παραδικαστικό κύκλωμα», δηλαδή μια απόπειρα χειραγώγησης της
Δικαιοσύνης, περιλαμβάνει ακριβώς το άνοιγμα παράλληλων ερευνών.
Ειδικά για την περίπτωση του Πάνου Καμμένου πρέπει να σημειώσουμε ότι
έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Αρκεί
να αναλογιστούμε διάφορες παρεμβάσεις του ήδη από το 2015, ενώ πρόσφατα
στο πλαίσιο της δικαστικής διαμάχης του με τον εκδότη της εφημερίδας
Παραπολιτικά Γιάννη
Κουρτάκη και τον διευθυντή της Παναγιώτη Τζένο, στις 2 Φεβρουαρίου
2017, υποστήριξε δημόσια ότι υπάρχουν καταθέσεις ενός καπετάνιου σχετικά
με το Noor-1. Από πού και ως πού μπορεί να περιφέρεται ένας υπουργός
Άμυνας και να διακηρύττει ότι γνωρίζει στοιχεία για μια εν εξελίξει και
απόρρητη δικαστική έρευνα;
Οποιοσδήποτε δημοσιογράφος δεν θέλει να είναι πιόνι σε σχεδιασμούς
άλλων και είχε στα χέρια αυτό το υλικό, με τις εμφανείς αντιφάσεις, τις
προφανείς παλινωδίες, τα ήξεις-αφίξεις, τη διάχυτη αίσθηση ότι διάφορα
πολιτικά και δικαστικά κέντρα κινούνται με προαποφασισμένες ατζέντες,
δεν θα έσπευδε χωρίς στοιχεία να διαλέξει αφήγημα και να το
αναπαραγάγει, δεν θα υιοθετούσε άκριτα γνώμες προς τη μία ή την άλλη
κατεύθυνση, δεν θα μοίραζε χαρακτηρισμούς και ετυμηγορίες μέσω τίτλων
και πάνω από όλα δεν θα έσπευδε να βγάλει το μισό υλικό παρά την ρητή
ακύρωσή του από την ίδια του την πηγή. Θα διατηρούσε τις υποψίες και τις
επιφυλάξεις του και θα συνέχιζε την έρευνά του. Και σε κάθε περίσταση
θα ήταν αρκετά πιο προσεκτικός, ιδίως όταν έχουν υπάρξει αποκαλύψεις ότι
ο ίδιος ,
είχε πάει να ζητήσει χρήματα από τον Β. Μαρινάκη το 2016 («3-4 εκατομμύρια») για να του φτιάξει κανάλι, όπως είχε αποκαλυφθεί.
Η σχέση του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου με κρατικούς μηχανισμούς και
ειδικά με τμήματα των υπηρεσιών ασφαλείας είναι γνωστή από παλιά. Ούτε
μπορούμε να ξεχάσουμε ότι υπήρξε ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της
δημοσιογραφίας των «κρυφών καμερών», της χρήσης προϊόντων υποκλοπών, του
διασυρμού ανθρώπων μόνο και μόνο για την τηλεθέαση. Παρουσιάζει στο
βιογραφικό του με υπερηφάνεια ότι άλλαξε πολλά μέσα επειδή ήταν
ασυμβίβαστος αλλά αποφεύγει να αναφερθεί στο πλήθος των καταδικών σε
βάρος και από τα δικαστήρια και από την ΕΣΗΕΑ. Μάλιστα, όπως γράψαμε και
σε κείμενο στα Παραπολιτικά, ενίοτε οι καταδίκες πιάνουν τόπο, εφόσον
π.χ. η αποζημίωση που υποχρεώθηκε να καταβάλει υπέρ του τέως Πρύτανη του
Πανεπιστημίων Αθηνών, κ. Μιχάλη Σταθόπουλο διατέθηκε από τον τελευταίο
για να κάνει το πανεπιστήμιο έρευνες πάνω στη δημοσιογραφία.
Ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος επέλεξε να βγει από τη σύνταξη και την
αποστρατεία, όχι για να ερευνήσει μια υπόθεση αλλά για να παίξει το ρόλο
του «πιστολιού», το ρόλο αυτού που αναλαμβάνει να «καθαρίσει» για
λογαριασμών άλλων, ακόμη και εάν αυτό είναι σε βάρος της
αντικειμενικότητας και της ενημέρωσης. Όπως είχε κάνει και λίγους μήνες
πριν όταν είχε βγάλει στη zougla.gr προσωπικά μηνύματα του αντιπροέδρου
του ΣτΕ Αθ. Ράντου, παραμονές της συζήτησης για τη διαδικασία
αδειοδότησης των καναλιών, που αξιοποιήθηκαν για την παραπομπή του στο
πειθαρχικό, από το οποίο απαλλάχτηκε πρόσφατα πανηγυρικά.
Όμως, ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος είναι ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος.
Που άλλαξε πολλά μέσα όχι μόνο για τις αποκαλύψεις του αλλά και για την
κατακραυγή που προκάλεσαν κατά καιρούς οι αντιδεοντολογικές πρακτικές
του. Που δεν δίστασε να πρωταγωνιστεί σε μια άθλια απόπειρα σπίλωσης του
Γαβριήλ Σακελλαρίδη το 2014. Που διάλεξε κάποτε ειρωνικά τον τίτλο
«Κίτρινος Τύπος» για την εκπομπή του για να αποδειχτεί κυριολεξία. Όμως,
είναι αυτός που είναι.
Το ερώτημα είναι η κυβέρνηση γιατί τον εμπιστεύεται; Γιατί υπουργοί
όπως ο Πάνος Καμμένος και ο Σταύρος Κοντονής σπεύδουν να υιοθετήσουν τις
γνώμες του αλλά και να ανταποκριθούν στις παρεμβάσεις του, χωρίς καμιά
δεύτερη σκέψη παρότι έχει δείξει ότι έχει δική του «ατζέντα» για την
υπόθεση; Γιατί δύο υπουργοί της κυβέρνησης αναμειγνύονται τόσο ενεργά σε
αυτή την υπόθεση σε αγαστή συνεργασία με τον Τριανταφυλλόπουλο; Γιατί
οι δημοσιογράφοι της
Εφημερίδας των Συντακτών, που κάποτε
έκαναν πραγματική εκστρατεία εναντίον του, τώρα σπεύδουν να συντονιστούν
μαζί του και να ταυτιστούν με την οπτική του;
Η υπόθεση Noor-1 πρέπει επιτέλους κάποτε να διαλευκανθεί πλήρως.
Γιατί εξακολουθεί να ρίχνει βαριές σκιές πάνω σε διάφορες πλευρές του
δημόσιου βίου. Όπως πρέπει να διερευνηθεί και η διαχείρισή της, η
μετατροπή της σε εργαλείο εκβιασμών και επηρεασμού πολιτικών και
επιχειρηματικών συσχετισμών, αλλά και το όλο κουβάρι διωκτικών αρχών,
οικονομικών συμφερόντων και εκπροσώπων της κατευθυνόμενης δημοσιογραφίας
που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτέλεσε μέχρι τώρα τη βασική
τροχοπέδη για να έρθει στο φως η αλήθεια. Αυτό έχουμε ανάγκη και όχι
άλλη επικοινωνιακή διαχείριση ή κοντόθωρους πολιτικούς και εκλογικούς
υπολογισμούς.