Του Βασίλη Γεώργα, http://www.liberal.gr
Αν δεν βρισκόμασταν μπροστά στην καθοριστική 3η
αξιολόγηση, θα έλεγε κανείς πως είμαστε μια ανάσα πριν από τις εκλογές.
Η κυβέρνηση οδεύει προς τη ΔΕΘ έχοντας εξαπολύσει γενική επικοινωνιακή
αντεπίθεση προς όλες τις κατευθύνσεις. «Ελληνο-γαλλική συμμαχία» με τον
Macron, επενδυτικά προσκλητήρια, «φιλεργατικά» νομοσχέδια, έξοδος στις
αγορές, αναθεώρηση του Συντάγματος, συναινετικά ανοίγματα στο ΠΑΣΟΚ και
μαζί ακατάβλητες προσπάθειες διεμβολισμού του υπό ανασύσταση άξονα της
κεντροαριστεράς υπό τη συνοδεία ισχυρών δόσεων από το δηλητήριο του
πολιτικού διπολισμού με στόχο την ανάδειξη των διαφορών
«αριστεράς-δεξιάς».
Είναι προφανές πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει
αποφασίσει να ρίξει στο τραπέζι τα τελευταία του χαρτιά παίζοντας από
έναν γύρο σε κάθε γήπεδο. Πιθανόν εκτιμά πως υπάρχει χρόνος για να
αντιστρέψει υπέρ του το κλίμα ή τουλάχιστον αξίζει να τα χρησιμοποιήσει
ως ασπίδα για να επιβραδύνει τη δική του ζημιά και να προκαλέσει φθορά
στους αντιπάλους του.
Το Φθινόπωρο είναι μια περίοδος σοβαρών
προκλήσεων για την κυβέρνηση και η ανάγκη αντιπερισπασμών θα ενταθεί.
Δεν είναι μόνο η φορολογική λαίλαπα που επίκειται από τον Σεπτέμβριο
μέχρι τον Δεκέμβριο και η οποία δεν μπορεί να εξουδετερωθεί φέτος με
ψεύτικες παροχές. Η πρόκληση της τρίτης αξιολόγησης είναι πολύ
μεγαλύτερη από αυτή που αρχικά είχε εκτιμήσει η κυβέρνηση λόγω των
απαιτήσεων που προβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ενώ η ίδια η
πορεία της οικονομίας είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό που εν μέρει θα
απαντηθεί την Παρασκευή από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του
ΑΕΠ στο πρώτο 6μηνο του έτος και από την εξέλιξη των εσόδων στο δεύτερο
εξάμηνο.
Ταυτόχρονα το αποτέλεσμα των
πρωτοβουλιών για τη σύσταση φορέα έκφρασης στην κεντροαριστερά
προβάλλεται εκ των πραγμάτων ως ένας σημαντικός κίνδυνος διάτρησης της
δεξαμενής ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και περαιτέρω αποδυνάμωσης της επιρροής
του στο εκλογικό σώμα, ενόσω έχει ήδη διαμορφωθεί ισχυρό πλειοψηφικό
ρεύμα προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση.
Ο καταλύτης, ωστόσο, για το πώς θα
εξελιχθούν τα πράγματα στη διάρκεια των επόμενων μηνών είναι
αναμφισβήτητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ρόλος του στο πλαίσιο
της διαπραγμάτευσης για την 3η αξιολόγηση που με τη σειρά της
θα καθορίσει συνολικά τη διακύβευση ολοκλήρωσης ή συνέχισης των
προγραμμάτων στήριξης μετά τον Αύγουστο του 2018.
Η κυβέρνηση έχει μπροστά της «μάχες» σε δύσκολα μέτωπα με το ΔΝΤ, η έκβαση των οποίων θα κρίνει το χρόνο ολοκλήρωσης της 3ης αξιολόγησης, την ομαλή «έξοδο» από τα μνημόνια καθώς και τις πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν.
Η πρώτη συνδέεται με την απαίτηση του
Ταμείου να εφαρμοστούν τα φορολογικά μέτρα (μείωση αφορολόγητου) ένα
χρόνο νωρίτερα, το 2019, ταυτόχρονα με τις περικοπές των συντάξεων ώστε
να μην εκτροχιαστεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Το
ΔΝΤ έχει επίσης ήδη θέσει θέμα μετάθεσης των περιβόητων «αντίμετρων» από
το 2019 στο 2023 όταν πλέον θα μειωθεί ο στόχος για τα πρωτογενή
πλεονάσματα σε λίγο πάνω από 2%, με την κυβέρνηση να εκτιμά ότι
ενδεχόμενη συμφωνία της ευρωπαϊκής τρόικας σε αυτή την απαίτηση, θα
ναρκοθετήσει συνολικά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας όπως έχει
εκτιμηθεί μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα αυτό που ανησυχεί την
κυβέρνηση είναι ότι αν αλλάξουν οι όροι του παιχνιδιού, η ίδια δεν θα
μπορέσει να σηκώσει πολιτικά το βάρος της ταυτόχρονης εφαρμογής μέτρων
αξίας άνω των 5 δισ. ευρώ χωρίς παροχές, σε μια χρονιά που είναι
προγραμματισμένο να διεξαχθούν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (δημοτικές,
ευρωεκλογές και πολιτικές εκλογές).
Η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού
του 2017 και η σύνταξη του σχεδίου προϋπολογισμού του 2018 είναι επίσης
ένα κομβικό σημείο. Αν συνεχίσει να καταγράφεται σημαντική υστέρηση στα
έσοδα όπως άρχισε να διαφαίνεται από τον προηγούμενο μήνα (-730 εκατ.
ευρώ) υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να ζητηθεί από τους δανειστές η λήψη
πρόσθετων μέτρων για το 2018 είτε από το σκέλος των φόρων είτε της
άμεσης μείωσης δημοσίων δαπανών.
Έπειτα υπάρχει το δύσκολο ζήτημα της
κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών όπως το θέτει μετ’
επιτάσεως το ΔΝΤ ζητώντας από τώρα να προβλεφθούν διαθέσιμα τουλάχιστον
10 δισ. ευρώ από το δάνειο του ESM για μελλοντική ανακεφαλαιοποίηση
τους. Η κουβέντα που διεξάγεται δημοσίως με επίκεντρο τις δυνητικές
κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών είναι κομβική όχι μόνο επειδή δρα
ανασταλτικά στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης και στην προσπάθεια
επιστροφής των καταθέσεων, αλλά και επειδή μπορεί να αποδειχθεί τοξική
τόσο σε πολιτικό επίπεδο για την κυβέρνηση, όσο και συνολικά για την
οικονομία και τη χώρα.
Είναι προφανές πως με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο όλα τα παραπάνω θα μπουν από τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο στην ατζέντα
της τρίτης αξιολόγησης, μαζί με τα θέματα που αφορούν στο Δημόσιο
(αξιολόγηση, κινητικότητα, συμβασιούχοι κλπ), τα κοινωνικά επιδόματα και
τις εργασιακές σχέσεις. Διαμορφώνεται έτσι ένας αυστηρά καθορισμένος
χρόνος εντός του οποίου ανάλογα με τις εξελίξεις, θα ληφθεί η απόφαση
για πρόωρη -εντός του 2018- προσφυγή στις κάλπες ή για εξάντληση της
τετραετίας.
Η κυβέρνηση θα κληθεί να δοκιμάσει τις
αντοχές της, να αγνοήσει τις Σειρήνες που την καλούν να δυναμιτίσει το
κλίμα οδεύοντας σε μια ακόμη συγκρουσιακή διαπραγμάτευση, και να πείσει
τόσο τους δανειστές όσο και τους επενδυτές στους οποίους προσβλέπει για
να υλοποιήσει μια «καθαρή έξοδο» από το Μνημόνιο, ότι μπορεί να κλείσει
πολύ γρήγορα την 3η αξιολόγηση και να ξεκινήσει μια 4η ή ακόμη και μια 5η.
Αυτός είναι πλέον ο μόνος δρόμος που έχει μείνει ανοιχτός ώστε να
συγκεντρώσει το απαραίτητο αποθεματικό μαξιλάρι των 12-15 δισ. ευρώ που
χρειάζεται για να εγγυηθεί ότι μπορεί να ανταπεξέλθει χρηματοδοτικά στις
αυξημένες απαιτήσεις του 2019 χωρίς πιστοληπτική γραμμή που ισοδυναμεί
με νέο μνημόνιο, και χωρίς να προξενήσει περαιτέρω ζημιά στην οικονομία.
Οι πολίτες περιμένουν από φέτος να δουν
πραγματική βελτίωση στην οικονομία και τις προοπτικές της χώρας και της
δικής τους θέσης. Μετά από δύο χαμένα χρόνια και απανωτές διαψεύσεις
λόγων και έργων, η κυβέρνηση μιλά για ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 2-3%,
μείωση της ανεργίας, διψήφια άυξηση επενδύσεων, κατάργηση των capital
controls και οριστική έξοδο από τα μνημόνια.
Για να υλοποιηθούν αυτά έστω και στο
ελάχιστο τον επόμενο χρόνο, πρέπει να συμφωνήσει και η ίδια η
πραγματικότητα με τις φιλόδοξες προσδοκίες. Και προς το παρόν αυτό δεν
συμβαίνει.
Αν τους επόμενους μήνες η κυβέρνηση δεν
καταφέρει κάποια σημαντική επιτυχία στα μέτωπα οικονομικής αντεπίθεσης
που σχεδιάζει σήμερα, η κατάσταση δεν θα γίνει μόνο μη αναστρέψιμη για
την ίδια, αλλά μπορεί να αποβεί επώδυνη για την οικονομία.