Του Γεωργίου Π. Μαλούχου,
www.tovima.gr
«Η απλή αναλογική είναι το μόνο σύστημα που οδηγεί στη γνήσια και
ανόθευτη δημοκρατία»: ποιος μπορεί άραγε να διαφωνήσει με αυτή την τόσο
άδολη φράση, η οποία τις τελευταίες ημέρες έχει γίνει και πάλι τόσο
επίκαιρη με τη μετάθεση της φλέγουσας πραγματικότητας της χώρας στην
αλλαγή του εκλογικού νόμου; Μπορεί να διαφωνήσει όποιος γνωρίζει ότι η
Βουλή που έφερε στην εξουσία τον Ιωάννη Μεταξά ως πρωθυπουργό τον
Απρίλιο του 1936, για να γίνει λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του
ίδιου έτους, δικτάτορας, είχε εκλεγεί με ανόθευτη, απλή αναλογική! Στον
αντίποδα, μια άλλη φράση αξέχαστη και χιλιοειπωμένη στα χρόνια της
Μεταπολίτευσης: «Η χώρα χρειάζεται ισχυρές κυβερνήσεις με σταθερή
πλειοψηφία στη Βουλή για να κυβερνηθεί». Και κυβερνήθηκε. Ηταν όμως
ακριβώς με μια σειρά τέτοιων ισχυρών κοινοβουλευτικά κυβερνήσεων που εν
τέλει η Ελλάδα οδηγήθηκε στην πτώχευση και στον διεθνή οικονομικό
έλεγχο! Επιπλέον, οι ίδιοι νόμοι που στήριξαν αυτές τις ισχυρές
κυβερνήσεις ήταν εκείνοι που έφεραν με ισχύ στην εξουσία επόμενες, οι
οποίες είχαν εν πολλοίς χτίσει την εκλογική ρητορική τους στην κάθετη
εναντίωση σε αυτούς ακριβώς τους νόμους, για να την ξεχάσουν μετά για
πολύ καιρό και να την ανασύρουν όταν και πάλι θα καλούσε η σκοπιμότητα
της εκλογικής συγκυρίας, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Oχι λοιπόν μόνο η
Ιστορία αλλά, δυστυχώς, και η νυν πραγματικότητα αποδεικνύει και αυτή
με τη σειρά της, πολύ επώδυνα, ότι τα στερεότυπα αυτού του είδους όχι
μόνο δεν αντέχουν στη βάσανο της αληθείας αλλά, πολύ συχνά, υποκρύπτουν
μεθοδεύσεις και στόχους εντελώς άλλους ή και ενάντιους προς εκείνους
τους οποίους δημοσίως επικαλούνται...
Το Σύνταγμα είναι η τεχνική της πολιτικής ελευθερίας, έλεγε ο Αριστόβουλος Μάνεσης.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο εκλογικός
νόμος μπορεί να γίνει η τεχνική της αρπαγής της εξουσίας - και μάλιστα
ενίοτε σε οριακή σχέση με το Σύνταγμα και όσα αυτό προσπαθεί να
περιφρουρήσει ως προς τη συσχέτιση της ψήφου των πολιτών στις κάλπες και
της αποτύπωσής της σε έδρες των κομμάτων στη Βουλή και, συνεπώς, σε
κυβερνήσεις. Μαζί με τους διορισμούς, τα ρουσφέτια, τις παροχές, την
προπαγάνδα, τα συχνά ασύστολα πολιτικά ψεύδη, καθώς και, ορισμένες
φορές, άλλες λιγότερο «ευγενείς» μορφές επηρεασμού των πολιτών, το
εκλογικό σύστημα υπήρξε παραδοσιακά ο τελικός μηχανισμός της εξουσίας να
«διορθώνει», με τρόπο προσφιλέστερο προς την ίδια, τη βούληση του
εκλογικού σώματος. Γι' αυτό άλλωστε έχουμε και τόσους εκλογικούς νόμους:
όχι επειδή λείπει η «τεχνογνωσία» να φτιάξουμε έναν σταθερό και
πολιτικά τίμιο, αλλά επειδή, αντίθετα, αυτή περισσεύει, ώστε κάθε λίγο
οι κυβερνήσεις να επιχειρούν να τον φέρουν όλο και πιο κοντά στα μέτρα
τους, συχνά πάντως επιτυγχάνοντας τελικά, σε βάθος χρόνου, το αντίθετο
από το προσδοκώμενο για αυτές αποτέλεσμα: έχει συμβεί ένας εκλογικός
νόμος που ψήφισε μια κυβέρνηση ελπίζοντας ότι θα τη διατηρήσει αιωνίως
στην εξουσία να αποδειχθεί τελικά εργαλείο της, ενίοτε άτακτης, πτώσης
της.
Αναζητώντας τους 200
Το κυβερνητικό σχέδιο για το επόμενο εκλογικό σύστημα δεν έχει
ακόμη διαμορφωθεί. Πάντως η κατεύθυνση (πώς θα μπορούσε να είναι
διαφορετικά για μια «αριστερή» κυβέρνηση;) είναι η απλή αναλογική αλλά
με διατήρηση του πλαφόν του 3% (ή λίγο μικρότερο) για την είσοδο των
κομμάτων στη Βουλή, και για περιορισμό ή ενδεχομένως και για κατάργηση
του «μπόνους». Ολα αυτά όμως δεν είναι ακόμη παρά σχεδιασμοί επί χάρτου,
καθώς ο δρόμος είναι μακρύς: πρέπει να τα βρουν στην ίδια την κυβέρνηση
μεταξύ τους (τόσο οι δύο εταίροι όσο και οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσά
τους), πρέπει μετά να τα βρουν με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με μία
σειρά από κόμματα της αντιπολίτευσης για να φτάσουν στο πολυπόθητο 200
που προβλέπεται προκειμένου να είναι δυνατόν να εφαρμοστεί ο νέος
εκλογικός νόμος από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Εύκολο; Ασφαλώς
όχι. Αδύνατον; Επίσης όχι: όσο πιο πολύ πλησιάσει η πρόταση της
κυβέρνησης προς την καθαρά απλή αναλογική τόσο πιο μεγάλο ενδεχόμενο
υπάρχει να συγκεντρώσει ψήφους από κόμματα της Βουλής που κατά τ' άλλα
τα χωρίζει το χάος. Φυσικά, αν η κυβέρνηση άλλαζε τον εκλογικό νόμο όχι
με μοναδικό στόχο τη διατήρησή της στην εξουσία όποτε γίνουν εκλογές,
αλλά και το να θεσπίσει ένα δικαιότερο εκλογικό σύστημα, ουδόλως θα την
προβλημάτιζε το αν θα μπορέσει να μαζέψει 200 ψήφους: θα περνούσε τον
νέο νόμο με απλή πλειοψηφία και θα είχε κάνει τη μεγάλη τομή που
ευαγγελίζεται. Ολη η πραγματική ανησυχία δεν είναι για αυτό. Είναι, όπως
πάντοτε άλλωστε, για να μη χαθεί το εργαλείο «εκλογικός νόμος» την
επόμενη φορά που θα στηθούν οι κάλπες και, κυρίως, για να μην πέσει στα
χέρια του αντιπάλου, όπως έπεσε κάποτε και στα δικά της χέρια...
Το εκλογικό σύστημα που ισχύει σήμερα είναι μεικτό και έχει θεσπιστεί με τον νόμο 3231/2004 επί υπουργίας Εσωτερικών Κώστα Σκανδαλίδη στην τελευταία κυβέρνηση Σημίτη, με τις τροποποιήσεις του νόμου 3636/2008 - όταν επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή και υπουργίας του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου
το εκλογικό «μπόνους» για το πρώτο κόμμα ανήλθε στις 50 έδρες από τις
40 του νόμου 3231/2004. Οι 250 από τις 300 έδρες κατανέμονται αναλογικά
και οι 50 δίνονται ως «μπόνους» στο πρώτο κόμμα - να σημειωθεί ότι
πολλές φορές διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας έχουν έντονα συζητηθεί
ως προς ζητήματα συνταγματικότητας. Ετσι η απόλυτη πλειοψηφία των εδρών
έρχεται με περίπου 40,5%, ενώ όσες περισσότερες ψήφοι πάνε σε κόμματα
που τελικά δεν περνούν το όριο του 3% και δεν εισέρχονται στη Βουλή τόσο
κατεβαίνει και το ποσοστό που χρειάζεται το πρώτο κόμμα για να πάρει
πλειοψηφία και να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν ήταν πάντοτε έτσι.
Επί σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα, από το 1829 όταν διεξήχθησαν οι πρώτες
ελληνικές εκλογές με τον νόμο του Μαρτίου 1829 ως το 1923, το εκλογικό
σύστημα, με τις όποιες παραλλαγές του, έμενε το ίδιο, σε αντίθεση με
ό,τι έγινε κανόνας τον επόμενο αιώνα στην Ελλάδα. Ηταν το πλειοψηφικό. Η
κατάκτηση του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το Σύνταγμα του 1844,
αναφερόταν στο εκλογικό σύστημα με το άρθρο 59 - «η Βουλή σύγκειται εκ Βουλευτών, εκλεγομένων υπό των εχόντων δικαίωμα προς τούτο πολιτών, κατά τον περί εκλογής Νόμον» - και με το άρθρο 60 - «οι Βουλευταί αντιπροσωπεύουσι το Εθνος και όχι μόνον την Επαρχίαν υπό της οποίας εκλέγονται».
Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 1844 (ΦΕΚ 7/25.3.1844) μετέτρεψε το
ως τότε ισχύον σύστημα της έμμεσης εκλογής καθιερώνοντας το πλειοψηφικό
με την επιπλέον παράμετρο της απόλυτης πλειοψηφίας σε περισσότερους του
ενός γύρους. Το άρθρο 26 του εκλογικού νόμου ανέφερε: «Οι βουλευταί
εκλέγονται κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν των πραγματικώς ψηφοφορησάντων. Εάν
μετά την πρώτην ψηφοφορίαν δεν αναδειχθώσι όλοι οι βουλευταί ή μέρος
αυτών εν απολύτω πλειοψηφία, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία επί διπλασίων
του ζητουμένου αριθμού των βουλευτών ονομάτων, λαμβανομένων εκ των
λαβόντων κατά την προλαβούσαν ψηφοφορίαν την πλειοψηφίαν σχετικώς,
μέχρις ου αναδειχθώσιν όλοι οι βουλευταί εν απολύτω πλειοψηφία».
Μοιραία εκλογικά συστήματα
Οι κυβερνώντες λησμονούν συχνά την Ιστορία - για την ακρίβεια, τη
θυμούνται συνήθως όποτε πιστεύουν ότι αυτή τούς βολεύει. Και αγνοούν ότι
ένα εκλογικό σύστημα μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο ακόμη και όταν οι
εκλογές διεξάγονται σε χρόνο και συνθήκες εντελώς άλλες από εκείνες για
τις οποίες σχεδιάστηκε. Ενίοτε δε, μπορεί να αποβεί μοιραίο όχι μόνο για
ένα κόμμα, έναν ηγέτη ή μια παράταξη, αλλά για ολόκληρη τη χώρα. Κάτι
τέτοιο συνέβη και με τις αδιαμφισβήτητα κρισιμότερες εκλογές της
ελληνικής ιστορίας, εκείνες του Νοεμβρίου 1920, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος,
έχοντας πίσω του τα εθνικά επιτεύγματα των Βαλκανικών Πολέμων του
1912-1913 αλλά και τη Συνθήκη των Σεβρών που ακολούθησε το τέλος του Α'
Παγκοσμίου Πολέμου, ηττήθηκε κατά κράτος στην αναμέτρηση που ο ίδιος
προκάλεσε ύστερα από αρκετά χρόνια εξουσίας και νικηφόρων πολεμικών
αναμετρήσεων, αλλά με τον Εθνικό Διχασμό να κυριαρχεί και τη
Μικρασιατική Εκστρατεία σε εξέλιξη από τον Μάιο του 1919. Με όλα αυτά, ο
Βενιζέλος όχι απλώς ηττήθηκε κατά κράτος στις κάλπες, αλλά δεν εξελέγη
καν ο ίδιος βουλευτής! Και το εκλογικό σύστημα είχε το δικό του σοβαρό
μερίδιο σε μια συγκυρία που άλλαξε την ιστορική πορεία του Ελληνισμού.
Εκείνες οι εκλογές, όπως και αργότερα οι «εκλογές της αποχής» του 1946,
υπήρξαν καθοριστικές όχι μόνο για την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα,
αλλά και για τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και για ό,τι αυτή
συνεπαγόταν με τη σειρά της για τη δημοκρατία και την πολιτική
εκρηκτικότητα εντός της χώρας και τη διαιώνιση και συνεχή μετάλλαξή της
επί δεκαετίες.
Η κύρια περίοδος εθνικής κρατικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας κατά τον 20ό
αιώνα περικλείεται σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις-ορόσημα και
καθορίζεται από αυτές: Πρώτα, τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, έναν
χρόνο μετά το Κίνημα στου Γουδή που έφερε τον Βενιζέλο στην εξουσία, για
να δημιουργήσει μέσα σε αυτό το διάστημα το νέο πολιτικό κατεστημένο
και το σύστημα διεθνών συμμαχιών που άλλαξαν τον χάρτη της Ελλάδας. Στη
συνέχεια, τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, όταν με διακύβευμα τη διεθνή
τοποθέτησή της σε έναν κόσμο που μοιράζεται ξανά, η Ελλάδα αρχίζει να
κόβεται στα δύο με «εσωτερικά» σύνορα και με αγγλογαλλικά στρατεύματα
που τα φρουρούν στην Κατερίνη: η τραγωδία του Εθνικού Διχασμού είχε
χτυπήσει την πόρτα της Ελλάδας και οι πάλαι ποτέ συνεργάτες στους
Βαλκανικούς Πολέμους, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βρέθηκαν τώρα αντίπαλοι με τις γνωστές τραγικές για την Ελλάδα συνέπειες.
Βουλή και πραξικοπήματα
Στις 16 Δεκεμβρίου 1923, με τη Μικρασιατική Καταστροφή να έχει πια
συντελεστεί αλλά τις πληγές της κάθε άλλο παρά να έχουν κλείσει, οι
βασιλικοί απέχουν (ένα σφάλμα που έγινε σχεδόν από όλες τις παρατάξεις
σε διάφορες ιστορικές στιγμές) και ο Βενιζέλος εκλέγει τους 250 από τους
398 βουλευτές, συν εκείνους των βενιζελογενών κομμάτων. Ωστόσο αυτή η
στρεβλή αποτύπωση σε έδρες της νέας Βουλής λειτουργεί τελικά εναντίον
του Βενιζέλου, αφού μεσοπρόθεσμα οδηγεί (ξανά) στην αποχώρησή του και σε
σειρά από εμπλοκές του Στρατού στην πολιτική ζωή και, τελικά, σε
πολιτειακές μεταβολές. Το τελευταίο μεγάλο εκλογικό ορόσημο μιας
ολόκληρης εποχής είναι οι εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935. Την 1η Μαρτίου
έχει κατασταλεί το βενιζελικό κίνημα και αυτή τη φορά είναι οι
βενιζελικοί που απέχουν πάλι από τις εκλογές, με αποτέλεσμα οι Τσαλδάρης
- Κονδύλης να παίρνουν το 65%. Ωστόσο, με πραξικόπημα, ο Κονδύλης
ανατρέπει τον Τσαλδάρη και φέρνει πίσω τον βασιλιά. Η Βουλή
αυτοδιαλύεται επικυρώνοντας το πραξικόπημα και το πολιτειακό δημοψήφισμα
που διεξάγεται δίνει το 97,88% στη μοναρχία.
Τα στερεότυπα πολλές φορές κρύβουν πλάνες και κινδύνους, εγκυμονούν την
τραγική ειρωνεία της Ιστορίας. Και αυτό αποδείχθηκε όσο ποτέ άλλοτε στην
εκλογική αναμέτρηση της 26ης Ιανουαρίου 1936, η οποία διεξήχθη με το
σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο συνδέθηκε ιστορικά και ιδεολογικά
με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον ριζοσπάστη πολιτικό ο
οποίος στη συνέχεια ακολούθησε, όπως πολλά μεγάλα στελέχη του Βενιζέλου,
τη δική του πορεία στην οποία περιλαμβάνεται και η «Επιτροπή
Παπαναστασίου» που θέσπισε την απλή αναλογική με τον νόμο 3363/1926:
ήταν ο νόμος που έφερε αργότερα τον Ιωάννη Μεταξά στην
εξουσία... Σύμφωνα με το αναλογικό εκλογικό σύστημα οι βουλευτικές έδρες
κάθε εκλογικής περιφέρειας κατανέμονται στους συνδυασμούς και στους
ανεξάρτητους υποψηφίους ανάλογα με την εκλογική δύναμη που έχουν σε κάθε
περιφέρεια. Σε αντίθεση δηλαδή με το πλειοψηφικό, το αναλογικό,
στηριζόμενο στην αρχή της αντιπροσώπευσης, ευνοεί και τις μειοψηφίες,
καθώς στην κατανομή των εδρών μετέχει κάθε συνδυασμός ή υποψήφιος που
συγκέντρωσε τον ελάχιστο αριθμό ψήφων που απαιτείται για την παραχώρηση
μιας έδρας. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται μια αναλογικότερη και πιο
αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οι πολέμιοι βέβαια του
εκλογικού συστήματος της αναλογικής το κατηγορούν για κατακερματισμό
μέσω των πολλών κομμάτων που τελικά εισέρχονται στη Βουλή και κατ'
επέκταση για αδυναμία συγκρότησης ισχυρών κυβερνητικών σχημάτων.
Υστερα λοιπόν από σχεδόν έναν αιώνα ισχύος του πλειοψηφικού συστήματος, στις διενεργηθείσες από την κυβέρνηση του Γεωργίου Κονδύλη
εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, εφαρμόζεται πια το σύστημα της απλής
αναλογικής [απλή αναλογική σε 37 εκλογικές περιφέρειες και πλειοψηφικό
στις 3 προνομιούχες - Υδρας, Σπετσών, Ψαρών- κατά την τρίτη
κατανομή. Ν. 3363/2.9.1926 (ΦΕΚ 291, τ. Α', 2.9.1926)]. Είχαν περάσει
περίπου δύο μήνες από την ανατροπή του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου
από τον Κονδύλη. Οι εκλογές αυτές έμειναν στην Ιστορία ως οι πρώτες
μετά το 1862 που έγιναν με ψηφοδέλτιο αλλά και ως αυτές που οδήγησαν το
ΚΚΕ για πρώτη φορά στη Βουλή. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχοντας αποχωρήσει
από την Ελλάδα για το Παρίσι δεν συμμετέχει στις διαδικασίες. Το Κόμμα
των Φιλελευθέρων έρχεται πρώτο αλλά δεν κερδίζει την αυτοδυναμία και
έτσι προκύπτει οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, η
οποία όμως δεν θα μακροημερεύσει. Τον Ιούλιο του 1928 αναλαμβάνει εκ
νέου τη διακυβέρνηση ο Βενιζέλος, ο οποίος περίπου έναν μήνα αργότερα
διενεργεί εκλογές έχοντας αλλάξει το εκλογικό σύστημα σε πλειοψηφικό.
Στα επόμενα χρόνια ως το 1936 κάθε εκλογική αναμέτρηση θα συνοδεύεται
και από αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός
ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος διενήργησε τις εκλογές του 1928 με
πλειοψηφικό, τις εκλογές του 1932 με αναλογικό και του 1933 και πάλι με
πλειοψηφικό με στενή περιφέρεια. Τρεις ριζικές αλλαγές εκλογικών
συστημάτων σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε μόλις πέντε χρόνια. Η
μεταβολή βέβαια του εκλογικού συστήματος μεταξύ των εκλογών του 1932
και του 1933 είναι ίσως και η πιο «λογική», αφού μαρτυρεί την προσπάθεια
του Ελευθερίου Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων να κερδίσουν το 1933 την
αυτοδυναμία που τους στέρησε η αναλογική το 1932.
Πώς η απλή αναλογική οδήγησε στη δικτατορία
Τον Ιανουάριο του 1936 οι κάλπες όχι απλώς δεν έδωσαν αυτοδυναμία,
αλλά η πλήρως κατακερματισμένη Βουλή, η οποία δεν είναι σε θέση να
αναδείξει κυβέρνηση, δίνει τελικά, μετά και τον ξαφνικό θάνατο του
Πρωθυπουργού Δεμερτζή, με απόφασή της την απόλυτη σχεδόν εξουσία στον
Ιωάννη Μεταξά αυτοαχρηστευόμενη: τον Απρίλιο ο Μεταξάς παίρνει νόμιμη
ψήφο εμπιστοσύνης, και μάλιστα με περισσότερες από 200 ψήφους!
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις εκλογές εκείνες προσήλθε στις κάλπες μόλις
λίγο πάνω από το 20% των ψηφοφόρων - δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η
τελευταία φορά που η αποχή θα αποδεικνυόταν καθοριστική. Πίσω από την
πολιτική αποσταθεροποίηση αλλά και από την αδιαφορία του εκλογικού
σώματος κρύβονται κυρίως τα αποτελέσματα της χρεοκοπίας του 1932 και οι
συνεχείς διαπραγματεύσεις με το «Συμβούλιο των Ομολογιούχων» του
Λονδίνου, τους δανειστές και την τρόικα της εποχής. Η πολύ έντονη
κοινωνική πίεση που είχε προκαλέσει η πτώχευση γεννούσε άλλωστε και τον
έντονο φόβο της ανόδου του ΚΚΕ - σε μια εποχή που η Οκτωβριανή
Επανάσταση έστηνε το διεθνικό καθεστώς της και σκορπούσε τον φόβο στον
«αστικό» πολιτικό κόσμο. Ο συνδυασμός της κοινωνικής πίεσης από τις
επιπτώσεις της χρεοκοπίας και της εσωτερικής αίσθησης αστάθειας και της
διαρκώς αυξανόμενης εξωτερικής πίεσης στη χώρα από τους ξένους
ομολογιούχους έδωσε όμως και πολύ έδαφος στις ιδέες του ολοκληρωτισμού.
Πέραν του Μεταξά, αντικομμουνιστικές και αντισημιτικές οργανώσεις όπως
οι «Τριεψιλίτες» (Εθνική Ενωσις Ελλάς), που είχαν εμφανιστεί αρχικά το
1927 στη Θεσσαλονίκη με αντιγραφή των ιδεών των Ιταλών Φάσι και των
Γερμανών Ναζί, επιχειρούσαν να κυριαρχήσουν. Αργότερα το Σύμφωνο Σοφούλη
- Σκλάβαινα, το οποίο δημιούργησε τον φόβο μιας έμμεσης ανόδου του
νεαρού ΚΚΕ στην εξουσία, συνέβαλε ακόμη περισσότερο σε εκείνη την
κατεύθυνση. Το ΚΚΕ, που μόλις είχε πρωτοεισέλθει στη Βουλή, ήταν το
κόμμα με την πιο κάθετη και συμπαγή αντίθεση στην παροχή ψήφου
εμπιστοσύνης στον Μεταξά.
Το κοινοβουλευτικό σύστημα καταρρέει και στο τέλος αυτοκαταργείται για
μία σειρά λόγων, αλλά κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας του να τα βγάλει
πέρα με τις διαπραγματεύσεις και τους όρους των δανειστών, για να
καταλήξει να δώσει το ίδιο την απόλυτη επί της ουσίας εξουσία στον
(κοινοβουλευτικό αρχηγό) Ιωάννη Μεταξά. Για τα επόμενα δέκα χρόνια στην
Ελλάδα δεν θα ξαναγίνουν εκλογές. Θα ακολουθήσουν δικτατορία, πόλεμος,
Κατοχή και η αρχή του εμφυλίου πολέμου. Εχει όμως πολύ μεγάλη σημασία να
συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι ο Μεταξάς ψηφίστηκε ομόφωνα από τις δύο
μεγάλες παρατάξεις ως πρωθυπουργός, και μάλιστα με πολύ αυξημένες
εξουσίες, καθώς απαίτησε το άμεσο κλείσιμο της Βουλής. Στην πράξη όλοι
ήξεραν τι ερχόταν. Το πιστοποιούν άλλωστε δύο κρίσιμες αγορεύσεις και
από τις δύο πλευρές: εκείνη του Θεμιστοκλή Σοφούλη, αρχηγού της βενιζελικής παράταξης και διαδόχου του Ελευθερίου Βενιζέλου, και εκείνη του βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Βάσου Στεφανόπουλου. Είπε ο Σοφούλης την ημέρα εκείνη στη Βουλή, προτού ψηφίσει, και ο ίδιος τον Μεταξά πρωθυπουργό: «Μέσα
εις την ατμόσφαιραν η οποία περιβάλλει την ζωή μας, εισπνέομεν όλοι,
χωρίς να το καταλάβωμεν, μία γενναίαν δόσιν υποκρισίας. Κοπτόμεθα πάντες
και εκτραγωδούμεν τον κίνδυνον τον απώτερον του κομμουνισμού, διά να
καλύψωμεν τον κίνδυνον τον οποίον ημείς οι ίδιοι δημιουργούμεν, οι
προστάται δήθεν και υπερασπισταί του αστικού καθεστώτος. [...] Και η
καταφρόνησις προς πάσαν ηθικήν αξίαν και προς πάσαν ηθικήν έννοιαν έχει
κλονίσει πλέον τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος, ώστε να μην
υπολείπεται πλέον εις τους ενδεχόμενους ανατροπείς του κοινωνικού
καθεστώτος βαρύ το έργον». Και είπε στην ίδια συνεδρίαση ο Βάσος Στεφανόπουλος:
«Χθες ακόμη εις μίαν μακράν ολονύκτιον συνεδρίασιν ηναγκάσθημεν να
κηρύξωμεν την χρεωκοπίαν του λεγομένου κοινοβουλευτισμού. [...] Και τα
240 ΝΑΙ, τα οποία εξεφώνησαν εις την αίθουσαν ημών εις την ψήφον
εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι
εχρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις, εχάσαμεν
την συνείδησιν του προορισμού μας ως εθνική κυριαρχία. Και έτι πλέον,
κύριοι βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον λαόν,
τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν. Διότι τι είδους ψυχικός
σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθεί όταν ο μεν λαός φωνάζει "δεν θέλω
να με κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς", ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν
ταύτην απαντώμεν: "Και όμως, θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς!"»...
Το «τριφασικό» σύστημα
Πέρασαν από τότε δέκα ολόκληρα χρόνια: πόλεμος, Κατοχή,
Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά. Στις πρώτες ελληνικές εκλογές μετά τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 31 Μαρτίου 1946, είναι τώρα η σειρά της Αριστεράς
να αντιγράψει το ιστορικό λάθος της αποχής από τις κάλπες, που
συνοδεύεται όμως και από την έκρηξη του Εμφυλίου με την επίθεση, την
ίδια ημέρα, στον αστυνομικό σταθμό Λιτοχώρου. Το αποτέλεσμα δεν είναι
μόνον ότι η Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων λαμβάνει τις 206 από τις 354
έδρες της τότε Βουλής, αλλά και ότι ενισχύονται οι ακραίες τάσεις και
των δύο πλευρών που, με εκατέρωθεν ξένη στήριξη, δεν θέλουν την πολιτική
αναμέτρηση μέσα στη Βουλή αλλά στα πεδία των μαχών του τραγικού
Εμφυλίου, όπου γράφονται οι πιο φρικτές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής
ιστορίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ο Εμφύλιος έχει πια τελειώσει, αλλά το
αποτύπωμά του παραμένει ισχυρότατο. Για μία ακόμη φορά ο εκλογικός νόμος
είναι στο τραπέζι. Είμαστε πια στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου και οι
εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις δεν ενδιαφέρουν, για μία ακόμη φορά, μόνο
τους δρώντες στην εσωτερική πολιτική σκηνή αλλά πολλούς και πολύ
ισχυρούς πολύ πέρα από τα σύνορα της χώρας. Το 1955 ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος πεθαίνει και ο βασιλεύς Παύλος αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Λίγους μήνες αργότερα η τελευταία θητεία της κυβέρνησης του Ελληνικού
Συναγερμού ολοκληρώνεται και ο Καραμανλής ως πρωθυπουργός, έχοντας
ιδρύσει έναν νέο κομματικό συνδυασμό, την ΕΡΕ, τον Φεβρουάριο του 1956
οδηγεί τη χώρα σε εκλογές κάνοντας, όπως παλαιότερα και ο Ελευθέριος
Βενιζέλος, χρήση (και) του ισχυρού όπλου «εκλογικός νόμος», σε μια πολύ
δύσκολη συγκυρία για την κυβερνητική παράταξη που δοκιμάζεται πολλαπλά
μετά τον θάνατο του Παπάγου. Σύμφωνα με τον νέο εκλογικό νόμο του 1955
στις περιφέρειες με δύο ή τρεις έδρες θα ίσχυε το καθαρό πλειοψηφικό
σύστημα. Στις περιφέρειες με τέσσερις ως έξι έδρες το δεύτερο κόμμα θα
έπαιρνε τη μία έδρα και τις υπόλοιπες το πρώτο, στις περιφέρειες με επτά
ως 10 έδρες το δεύτερο κόμμα θα έπαιρνε μία και το πρώτο όλες τις
άλλες. Σε περιφέρειες με επτά ως 10 έδρες, το δεύτερο κόμμα θα έπαιρνε
τρεις και τις υπόλοιπες το πρώτο και, τέλος, στις μεγάλες εκλογικές
περιφέρειες με 11 έδρες και πάνω η κατανομή θα γινόταν αναλογικά, και
πάλι όμως μόνο ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα.
Οι αντιδράσεις των πολιτικών αντιπάλων αποτυπώνουν την ένταση που αποκτά το πολιτικό κλίμα. Το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη κάνει λόγο για «πολιτική της συγχύσεως», η Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ενωσις του Σοφοκλή Βενιζέλου κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «παρημέλησε κάθε γενικώτερον συμφέρον και ησχολήθη μόνον με τον συμβιβασμόν των αλληλοσυγκρουόμενων συναγερμικών φατριών», ο Γεώργιος Παπανδρέου ζητεί συνεργασία όλων των κομμάτων του Κέντρου, ενώ ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ιωάννης Πασαλίδης
χαρακτηρίζει το νέο εκλογικό σύστημα «καλπονοθευτικό». Το πολύπλοκο
αυτό εκλογικό σύστημα της κυβέρνησης Καραμανλή ψηφίζεται στις 19
Δεκεμβρίου 1955 με τον νόμο 3457. Στην Ιστορία, για λόγους προφανείς,
αφού προβλέπει ταυτόχρονα τρεις τρόπους εκλογής, θα μείνει γνωστό ως
«τριφασικό».
Ο Καραμανλής υπερασπίστηκε το εκλογικό του σύστημα, δηλώνοντας τον Νοέμβριο του 1955 ότι η κυβέρνησή του κατέληξε σε αυτό:
«Πρώτον, διότι αυτομάτως ωθείται η πολιτική μας ζωή προς το σύστημα των
δύο κομμάτων, το οποίον, ως γνωστόν, εξασφαλίζει υγιή δημόσιον βίον και
ομαλήν λειτουργίαν του πολιτεύματος. Δεύτερον, διότι επιτυγχάνεται ο
σχηματισμός σταθεράς κυβερνήσεως [...] και ταυτοχρόνως σοβαράς εν τη
Βουλή αντιπολιτεύσεως. Τρίτον, διότι αφαιρεί τη δικαιολογίαν της
συμπράξεως των εθνικοφρόνων κομμάτων μετά της Ακρας Αριστεράς και
αποτρέπει τον κίνδυνον της απειλούμενης πολώσεως. Τέταρτον, διότι το
σύστημα τούτο, περιορίζον τα καταλογιζόμενα εις το αμιγές πλειοψηφικόν
μειονεκτήματα και απηλλαγμένον των γνωστών ελαττωμάτων της αναλογικής,
αμβλύνει την πολιτική οξύτητα και ασφαλίζει την ομαλήν λειτουργίαν του
κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Πολλά από αυτά αποδείχθηκαν ορθά
στην πράξη στα αμέσως επόμενα χρόνια όπου ξετυλίχθηκε στην Ελλάδα ένα
πρωτοφανές ως τότε έργο ανόρθωσης της χώρας και της οικονομίας, το
οποίο, στην πραγματικότητα, δεν διασαλεύθηκε πολιτικά ως τις αρχές της
δεκαετίας του 1960. Σύμφωνα με τον Καραμανλή, το σύστημα εκείνο ήταν ο
ιδανικός συνδυασμός πλειοψηφικού και αναλογικού. Η απάντηση από τους
πολιτικούς του αντιπάλους δεν άργησε να έρθει. Με πρωτοβουλία του Γεωργίου Καρτάλη
συντελέστηκε μια πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής πολιτική
συμμαχία. Επτά συνδυασμοί συνασπίζονται και κατεβαίνουν μαζί στις
εκλογές ως Δημοκρατική Ενωσις. Τον συνασπισμό αποτελούν το Δημοκρατικό
Κόμμα Εργαζόμενου Λαού υπό τον Γεώργιο Καρτάλη και τον Αλέξανδρο Σβώλο,
η ΕΔΑ υπό τον Ιωάννη Πασαλίδη και η Κίνηση Εθνικής Δημοκρατικής
Πρωτοβουλίας, που είχαν ήδη σχηματίσει την Εθνική Κίνηση Αλλαγής, το
Κόμμα των Φιλελευθέρων, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, το Λαϊκό Κόμμα, υπό
τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, η Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ενωσις υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, η Εθνική Πολιτική Ενωσις Κέντρου υπό τον Σάββα Παπαπολίτη και το Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων υπό τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή.
Το Κόμμα των Προοδευτικών υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη αποκλείστηκε με το
αιτιολογικό ότι ο αρχηγός του είχε θητεύσει σε υπουργικές θέσεις των
κυβερνήσεων του Ελληνικού Συναγερμού. Επικεφαλής τέθηκε ο Γεώργιος
Παπανδρέου. Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα η Δημοκρατική Ενωσις
συγκεντρώνει 1.620.007 ψήφους, που αντιστοιχούσαν στο 48,15% του
εκλογικού σώματος, και η ΕΡΕ 1.594.112, που αντιστοιχούσαν στο 47,38%.
Εστω και με βραχεία κεφαλή περίπου 26.000 ψήφων η Δημοκρατική Ενωσις
καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Παρ' όλα αυτά τις περισσότερες έδρες, και
μάλιστα με διαφορά, καταλαμβάνει η ΕΡΕ, 165 έναντι 132 της Δημοκρατικής
Ενώσεως, ενώ οι τρεις εναπομείνασες έδρες θα καταληφθούν από
ανεξάρτητους υποψηφίους. Γεγονός πάντως είναι ότι στις εκλογικές
περιφέρειες όπου η ΕΡΕ ήταν αδύναμη (κυρίως στα αστικά κέντρα) ίσχυε η
απλή αναλογική. Στις επαρχίες όπου η ΕΡΕ είχε σημαντική δύναμη ίσχυε το
πλειοψηφικό. Η ΕΡΕ αναδείχθηκε κυβέρνηση, κερδίζοντας συνολικά 165
έδρες. Το εκλογικό σύστημα είχε εμπράκτως δικαιώσει τους δημιουργούς
του.
Μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων ο Γεώργιος Παπανδρέου θα δηλώσει:
«Αδίστακτον υπήρξε το εκλογικόν όργιον της κυβερνήσεως των "νέων
ανδρών" και ιδίως όσον αφορά τους στρατιωτικούς, οι οποίοι εψήφισαν κατά
διαταγήν και όχι κατά συνείδησιν. Παρ' όλα ταύτα η Δημοκρατική Ενωσις
ενίκησε. [...] Αλλά ενώ ο ελληνικός λαός έδωκε την πλειοψηφία εις την
Δημοκρατικήν Ενωσιν, το εκλογικόν σύστημα της κυβερνήσεως μεταβάλλει την
πλειοψηφίαν του λαού εις μειοψηφίαν βουλευτών. Το προφανές συμπέρασμα
είναι ότι η σημερινή κυβέρνησις είναι κυβέρνησις μειοψηφίας, δεν είναι
δημοκρατική κυβέρνησις, και κατά συνέπειαν δεν έχει δικαίωμα να
παραμείνη εις την Αρχήν». Στα λόγια αυτά εντοπίζεται ίσως ο σπόρος
του ανένδοτου αγώνα που λίγο αργότερα θα κήρυσσε ο Γεώργιος Παπανδρέου
κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μετά τις μεθεπόμενες εκλογές, εκείνες
του 1961, τις οποίες η Ιστορία κατέγραψε ως «της βίας και της νοθείας».
Το εκλογικό σύστημα και, κυρίως, η εφαρμογή του και η εκλογική
διαδικασία στο σύνολό της θα πρωταγωνιστούσαν όσο ποτέ στις πολιτικές
εξελίξεις στην Ελλάδα.
Η συμφωνία Καραμανλή - Παπανδρέου
Πριν όμως από τις εκλογές του 1961 έχουμε αυτές της 11ης Μαΐου
1958, οι οποίες διεξήχθησαν από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του
Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου. Και αυτή τη φορά στο επίκεντρο βρίσκεται ο
εκλογικός νόμος, ο σχεδιασμός του οποίου θα αποτελέσει τελικά
αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και
Γεωργίου Παπανδρέου που τότε ηγείται του κόμματος των Φιλελευθέρων. Τα
παρασκήνια πίσω από τα «πώς», τα «τι» και τα «γιατί» εκείνου του νόμου
ίσως ακόμη και ως σήμερα δεν έχουν φωτιστεί 100%, ενώ προκάλεσαν πολύ
σοβαρές τριβές στις σχέσεις και των δύο με κορυφαία στελέχη των
παρατάξεών τους. Αμέσως μετά την οριστικοποίηση της συμφωνίας των δύο
αρχηγών ο Καραμανλής συγκαλεί αιφνιδιαστικά υπουργικό συμβούλιο, στο
οποίο και ανακοινώνει ότι το ίδιο βράδυ ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης (Τάκος) Μακρής
θα καταθέσει τον νέο εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής. Οι
αντιδράσεις είναι μεγάλες και φέρνουν σοβαρούς τριγμούς στο εσωτερικό
της ΕΡΕ. Μάλιστα ο Παναγιώτης Παπαληγούρας, υπουργός Εμπορίου, και ο
Γεώργιος Ράλλης, υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων Εργων,
διαμαρτύρονται έντονα κάνοντας λόγο για αυταρχισμό από πλευράς του
Καραμανλή και λίγο αργότερα αποστέλλουν επιστολές παραίτησης.
Σύμφωνα με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, στη δεύτερη κατανομή
των εδρών συμμετέχουν τα κόμματα που συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 25%
των ψήφων και οι συνασπισμοί που συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 35%. Σε
κάθε περίπτωση πάντως, στη δεύτερη κατανομή των εδρών παίρνουν μέρος τα
δύο πρώτα κόμματα. Είναι προφανές ότι Καραμανλής και Παπανδρέου ήθελαν
με τον τρόπο αυτόν να εμποδίσουν την ΕΔΑ να αποκτήσει ισχυρή
κοινοβουλευτική παρουσία, προεξοφλώντας ότι τα δικά τους κόμματα, ΕΡΕ
και Φιλελεύθεροι, θα καταλάμβαναν τις δύο πρώτες θέσεις. Η μεγάλη
έκπληξη όμως έγινε. Η ΕΔΑ με ποσοστό 24,42% καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση
και ενισχυόμενη από τη δεύτερη κατανομή ψήφων φτάνει τις 79 έδρες. Η
Αριστερά γίνεται για πρώτη φορά αξιωματική αντιπολίτευση, μια εξέλιξη
που ενόχλησε πολλούς εντός και εκτός Ελλάδας. Οχι όμως, όπως όλα
δείχνουν, και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος εν τέλει συνυπάρχει
μαζί της χωρίς πολύ σοβαρά προβλήματα ως τις επόμενες εκλογές.
Κέντρο και Αριστερά διαφωνούν κάθετα με την προσπάθεια του
Καραμανλή να συνδέσει αμέσως την Ελλάδα με την «εμβρυακή» ΕΟΚ. Ο
«αστάθμητος παράγοντας» στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος ως
προς την ΕΔΑ ήταν πολύ δύσκολο να προβλεφθεί από τα επιτελεία των
μεγάλων κομμάτων και ακόμη ως και σήμερα δεν έχει αναλυθεί επαρκώς:
είναι η μεγάλη λαϊκή αντίδραση στην Ελλάδα για τις εξελίξεις στην Κύπρο.
Η αντίδραση των Αγγλων στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας και υπέρ της
Ενωσης με την Ελλάδα ήταν βιαιότατη ήδη από τα αμέσως προηγούμενα
χρόνια. Το ελληνικό λαϊκό αίσθημα ξέσπασε με μεγάλες διαδηλώσεις, στις
οποίες η παρουσία της Αριστεράς, αν και άτυπη, ήταν έντονη και
οργανωτικά καθοριστική. Ο αγώνας για την Κύπρο έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση
στην εκλογική δύναμη της ΕΔΑ το 1958. Και αυτή είναι μια κύρια
παράμετρος που εξηγεί το «ξεφούσκωμά» της στις επόμενες εκλογές, εκείνες
του 1961, προς όφελος του Κέντρου. Είχε μεσολαβήσει η δημιουργία της
Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία γίνεται κράτος το 1960. Μια άλλη
παράμετρος αφορά το γεγονός ότι τα «αστικά κόμματα», ακριβώς μετά την
επιτυχία της ΕΔΑ το 1958, κατά κάποιον τρόπο «ξέχασαν» τις διαφορές τους
και αύξησαν πολύ την πίεση προς τους εικαζόμενους ψηφοφόρους της
Αριστεράς.
Οι εκλογές «της βίας και της νοθείας»
Οι πιο αμφιλεγόμενες εκλογές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας διεξάγονται τρία χρόνια αργότερα: είναι οι εκλογές τις 29ης Οκτωβρίου
1961. Σήμερα, περισσότερο από μισόν αιώνα μετά, οι εκλογές εκείνες
εξακολουθούν να προκαλούν τριβές ως προς τα αποτελέσματά τους. Εχουν
ειπωθεί και γραφτεί τόσα πολλά για εκείνες τις εκλογές που δεν έχει
νόημα να γραφτούν περισσότερα εδώ. Τις διεξήγαγε ο στρατηγός Δόβας,
πρόεδρος του «Οίκου του Βασιλέως», και ο Γεώργιος Παπανδρέου είναι
εκείνος που τις ονόμασε «εκλογές βίας και νοθείας». Μια σημαντική
παράμετρος πάντως είναι ότι η καταγγελία της «βίας» έγινε επίσημα και
συστηματικά από το Κέντρο μόνο μετά τη γνωστοποίηση των εκλογικών
αποτελεσμάτων. Δεν είναι λοιπόν λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι καθ' όλη
τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας η πίεση που ασκήθηκε
κυρίως στην Αριστερά διά της «βίας» δεν ενοχλούσε πολύ ούτε τη μία ούτε
την άλλη μεγάλη παράταξη, καθώς και οι δύο προσδοκούσαν την επικράτηση
που, ειδικά για το Κέντρο, συνδεόταν άμεσα και με την πτώση του ποσοστού
της ΕΔΑ, καθώς υπήρχε μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος το οποίο
ευθέως διεκδικούσαν και οι δύο πλευρές.
Στην πραγματικότητα όμως είναι πάνω απ' όλα οι εκλογές από τις οποίες
ξεκινά η τελική σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το Παλάτι, με
αιχμή, σύμφωνα με πολλούς, την πρόταση της συνταγματικής αναθεώρησης του
Καραμανλή, την οποία είχε προετοιμάσει νομικά ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Ως προς το εκλογικό σύστημα, αυτό χρησιμοποιήθηκε και πάλι, και μάλιστα
με προσδοκώμενα οφέλη τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αξιωματική
αντιπολίτευση. Επιλέχθηκε μια διαφορετική εκδοχή της ενισχυμένης
αναλογικής και το ποσοστό που απαιτούνταν για τη συμμετοχή ενός κόμματος
στη δεύτερη κατανομή ήταν το 15% ενώ για τη συμμετοχή κάποιου
συνασπισμού το 25%. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στις συζητήσεις μεταξύ
κυβέρνησης και κομμάτων της αντιπολίτευσης για τον εκλογικό νόμο η ΕΔΑ
έχει αποκλειστεί. Μετά τις εκλογές εκδόθηκε η περίφημη «μαύρη βίβλος»
στην οποία καταγράφονταν όλα τα φερόμενα ως συμβάντα βίας και νοθείας,
τα περισσότερα εκ των οποίων οδηγήθηκαν αργότερα και στη Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του τότε αρμόδιου υπουργού Γεωργίου Ράλλη,
οι κατηγορίες, όταν έγιναν συγκεκριμένες και έφτασαν στα δικαστήρια,
έπεφταν η μία μετά την άλλη. Σε κάθε περίπτωση, λιγότερο ή περισσότερο
δίκαια, στην κοινή συνείδηση οι εκλογές εκείνες καταγράφηκαν ως οι πιο
σκοτεινές των μεταπολεμικών χρόνων.
Ο θρίαμβος του Κέντρου
Τα πολιτικά γεγονότα μετά τις εκλογές του 1961 και με τον Ανένδοτο
Αγώνα σε πλήρη εξέλιξη γίνονται σταδιακά όλο και πιο πυκνά, ώσπου
εξελίσσονται σε δραματικά και καταιγιστικά, με ορόσημα τη δολοφονία
Λαμπράκη και την αποχώρηση Καραμανλή. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963
διεξάγονται υπό συνθήκες εξαιρετικής έντασης. Ταυτόχρονα πρωτοφανής
ένταση σοβεί και στις σχέσεις του πρωθυπουργού με τον βασιλέα Παύλο και
τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ύστερα από
διαφωνία του με τον Παύλο για το περίφημο ταξίδι του Λονδίνου, στις 17
Ιουνίου του 1963 παραιτείται από την πρωθυπουργία και φεύγει για το
εξωτερικό. Τις εκλογές διενεργεί η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Στυλιανού Μαυρομιχάλη
με εκλογικό σύστημα ενός νέου τύπου ενισχυμένης αναλογικής. Ο
Καραμανλής θα επιστρέψει για να ηγηθεί της ΕΡΕ αλλά θα ηττηθεί και στη
συνέχεια θα φύγει ξανά για το εξωτερικό όπου και θα εγκατασταθεί για τα
επόμενα έντεκα χρόνια. Ενώ όμως η νίκη του Παπανδρέου στις 3 Νοεμβρίου
είναι ξεκάθαρη, δεν είναι αρκετή για τον ίδιο που θέλει να σχηματίσει
αμιγώς δική του κυβέρνηση και οδηγεί προς τη δεύτερη εκλογική
αναμέτρηση. Το εκλογικό σύστημα θα κατηγορηθεί εκ νέου ως υπεύθυνο για
το γεγονός ότι με τέτοια ποσοστά η Ενωσις Κέντρου δεν αποκτά την
αυτοδυναμία. Ετσι, δεύτερες εκλογές διενεργούνται από την υπηρεσιακή
κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Η ΕΡΕ με νέο αρχηγό της τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο
συνεργάζεται με τους Προοδευτικούς του Μαρκεζίνη, η επικράτηση όμως του
Γεωργίου Παπανδρέου και της Ενώσεως Κέντρου θα είναι πια καθολική, αφού
συγκεντρώνουν 2.424.477 ψήφους και ποσοστό 52,72% καταλαμβάνοντας 171
έδρες.
Οι κρίσιμες εκλογές που δεν έγιναν
Οι εκλογές εκείνες θα είναι και οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα
και πλέον χρόνια στην Ελλάδα: τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1965, τα
οποία θα ακολουθήσουν σύντομα, θα προκαλέσουν πολιτική έκρηξη, η οποία
μέσα από μια περίοδο παρατεταμένης αστάθειας και ανωμαλίας γεμάτη από
πυκνά γεγονότα θα οδηγήσει στη δικτατορία. Η τραγωδία αυτή έχει τη δική
της σπάνια εκλογική διάσταση: το ότι μια εκλογική αναμέτρηση καθίσταται
εκ των πιο κρίσιμων του 20ού αιώνα, ενώ δεν έγινε ποτέ, αυτή της 28ης
Μαΐου 1967. Οι επίορκοι συνταγματάρχες πρόλαβαν να τη σταματήσουν.
Μάλιστα στην επιτυχία των σχεδίων τους συνέβαλε και το γεγονός ότι η
χώρα είχε βρεθεί σε προεκλογική περίοδο και η Βουλή ήταν κλειστή.
Ακόμη πιο σημαντική όμως υπήρξε η διαδικασία πολιτικών ισορροπιών
ανάμεσα στους διεκδικητές της εξουσίας λίγες εβδομάδες πριν: από το
φθινόπωρο του 1966 οι σχέσεις του βασιλέως Κωνσταντίνου και του Γεωργίου
Παπανδρέου είχαν αποκατασταθεί πλήρως. Μάλιστα, όπως ο πρώτος πολύ
πρόσφατα με λεπτομέρειες αποκάλυψε στο βιβλίο του «Χωρίς Τίτλο» το οποίο
εκδόθηκε από «Το Βήμα», είχε λάβει την πρωτοβουλία και είχε πετύχει τη
σύναψη συμφωνίας μεταξύ των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων με σκοπό
όχι απλώς τη μετάβαση σε εκλογές, αλλά και τη διεξαγωγή τους με απλή
αναλογική. Το γεγονός αυτό προδήλως πυροδότησε εγχώριους και μη
παρακρατικούς μηχανισμούς με τρόπο που οι πρωταγωνιστές του δεν είχαν
καν αντιληφθεί: ο Ψυχρός Πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται και η απλή
αναλογική δεν ήταν ανεκτή σε ισχυρούς ακόμη υπόγειους μετεμφυλιακούς
μηχανισμούς, οι οποίοι βρήκαν ένα ακόμα από τα άλλοθι που αναζητούσαν
για τη βίαιη κατάλυση της νομιμότητας και τη διά των όπλων κατάληψη της
εξουσίας. Πάντως το φαινόμενο κρίσιμων εκλογών που τις σταμάτησαν τα
όπλα δεν ήταν άγνωστο στη χώρα: κάτι παρόμοιο είχε συμβεί με τις εκλογές
της 24ης Μαρτίου 1926, τις οποίες είχε «προλάβει» ο Θεόδωρος Πάγκαλος
με τη δική του δικτατορία. Αλλά και κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τις
(δήθεν) εκλογές της 10ης Φεβρουαρίου 1974, οι οποίες είχαν προκηρυχθεί
για την «πολιτικοποίηση» της χούντας, αλλά κατέληξαν στην αλλαγή φρουράς
της, με τραγική κατάληξη την εθνική καταστροφή του καλοκαιριού του 1974
στην Κύπρο. Η δημοκρατία θα επέστρεφε στην Ελλάδα επτά χρόνια μετά την
κατάλυσή της, αλλά, δυστυχώς, με μέγα κόστος...
Από τον Καραμανλή στον (άλλον) Παπανδρέου
Στις 17 Νοεμβρίου 1974, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος λίγους μήνες πριν έχει επιστρέψει υπό
δραματικές συνθήκες με τον «Αττίλα» σε εξέλιξη στην Κύπρο και έχει
σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, θριαμβεύει εκλογικά με το νέο
κόμμα του, τη Νέα Δημοκρατία. Με βάση την τραγική εμπειρία του
παρελθόντος και την ανάγκη για επιστροφή στην ομαλότητα, αλλά και την
πορεία προς την Ευρώπη, τα ζητήματα εκλογικής νομοθεσίας δεν βρίσκουν
απήχηση: το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής κυριαρχεί κατά κράτος.
Αμφισβητείται πλέον στις επόμενες εκλογές, εκείνες του 1977, στις οποίες
ο Ανδρέας Παπανδρέου θα κάνει εξαιρετικά αισθητή την παρουσία
του με τη ραγδαία άνοδο του ΠαΣοΚ. Ωστόσο η αμφισβήτηση αυτή θα ξεχαστεί
και πάλι, όταν στις παραμονές των εκλογών του 1981 θα είναι πλέον
φανερό ότι η ενισχυμένη αναλογική... ταιριάζει πια απόλυτα στο ΠαΣοΚ, το
οποίο επελαύνει τόσο πολιτικά όσο, στις 18 Οκτωβρίου, και εκλογικά. Με
τη βοήθεια (και) του πάλαι ποτέ «επάρατου» και «αντιδημοκρατικού»
συστήματος, η «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου έρχεται με ορμή, αλλά δεν
θίγει τελικά τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας: δεν βγάζει την Ελλάδα
ούτε από την ΕΟΚ ούτε από το ΝΑΤΟ. Ανατρέπει όμως ριζικά την εσωτερική
κοινωνική ισορροπία εκπληρώνοντας προσδοκίες δεκαετιών και βάζοντας νέα
στρώματα στη νομή της εξουσίας, δυναμιτίζοντας πάντως τα δημόσια
οικονομικά. Ετσι οι επόμενες εκλογές, εκείνες του 1985, διεξάγονται ήδη
στη σκιά της πίεσης του νέου δημοσίου χρέους, την πορεία του οποίου το
ΠαΣοΚ δεν θα καταφέρει τελικά να ανακόψει. Το εκλογικό σύστημα της
ενισχυμένης αναλογικής που πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα με τις εκλογές
του 1951 αποτελεί, πάντοτε βέβαια με τις απαραίτητες για την εκάστοτε
κυβέρνηση αλλαγές, το κυρίαρχο εκλογικό σύστημα από το 1958 ως και τις
εκλογές του 1985.
Σύστημα που... κόβει
Πλησιάζοντας προς τη συμπλήρωση και της δεύτερης κυβερνητικής του
τετραετίας ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντιλαμβανόμενος ότι η πρωτιά για τη
Νέα Δημοκρατία στις επερχόμενες εκλογές ήταν σχεδόν βέβαιη με την πορεία
που είχαν λάβει πια οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη
χώρα και πλαισιωμένος από μια ομάδα συνεργατών του, αναζητεί το
κατάλληλο εκείνο εκλογικό σύστημα που θα ανακόψει την πορεία του
προαιώνιου αντιπάλου του,
Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προς
την εξουσία. Ο εκλογικός νόμος 1847/1989, εισήγαγε μια τερατώδη
«χρηστική» παραλλαγή της απλής αναλογικής. Στις εκλογές του Ιουνίου 1989
η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το 44,25% των ψήφων αλλά μόλις 145 έδρες,
τον Νοέμβριο του 1989 με 46,19% λαμβάνει 148 έδρες και μόνο τον Απρίλιο
του 1990 φτάνει πια στις 150 έδρες με ποσοστό 46,89%. Χρειάστηκε
μάλιστα η Νέα Δημοκρατία την προσθήκη της μιας έδρας της ΔΗΑΝΑ για να
εξασφαλίσει την οριακή πλειοψηφία των 151 εδρών. Αν μη τι άλλο ο νόμος
1847/1989 είχε αποδώσει στους εμπνευστές του τα μέγιστα...
Η
αντικατάστασή του υπήρξε άμεση από τον 1907/1990 του
Σωτήρη Κούβελα,
ο οποίος καθιέρωνε την ενισχυμένη αναλογική εισάγοντας και τη ρήτρα του
3% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή. Για τα ελληνικά δεδομένα θα
μπορούσε να πει κανείς ότι ο συγκεκριμένος εκλογικός νόμος
μακροημέρευσε, μια και ίσχυσε σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, ως και
το 2004. Στις εκλογές του 2007 εφαρμόζεται ο εκλογικός νόμος 3231/2004
του
Κώστα Σκανδαλίδη, με τον οποίο εισάγεται η
ενισχυμένη αναλογική και για πρώτη φορά το πριμ των 40 εδρών στο πρώτο
κόμμα (σήμερα 50). Είναι ο νόμος που τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ
επιχειρεί να αλλάξει από τις αμέσως επόμενες εκλογές, αναζητώντας για να
το πετύχει τους απαραίτητους, «μαγικούς» 200 βουλευτές...
Το ελληνικό μοντέλο: μεικτό, διαρκώς μεταβαλλόμενο
Η ελληνική εκλογική νομοθεσία μοιάζει σαν ένα τεράστιο ψηφιδωτό που δεν
τελειώνει ποτέ και που σε αυτό σχεδόν κάθε κυβέρνηση επιχειρεί να
αλλάξει το χρώμα ή το μοτίβο. Παγκοσμίως είναι γνωστά τρία μοντέλα
εκλογικών νόμων: σε γενικές γραμμές το πλειοψηφικό, το αναλογικό και το
μεικτό. Η Ελλάδα, πάλι, έχει το δικό της: μεικτό και επιπλέον περίπου
συνεχώς μεταβαλλόμενο. Ολες οι εκδοχές, για λίγο ή για πιο πολύ, στη μία
ή στην άλλη τους μορφή, έχουν δοκιμαστεί στην Ελλάδα τα τελευταία εκατό
χρόνια, με την ενισχυμένη αναλογική να κρατά πάντως τα σκήπτρα όχι μόνο
σε διάρκεια ζωής αλλά και σε συνεχή... ενίσχυσή της, ώσπου έγινε κάτι
σαν «τούρμπο»: σειρά εκλογικών αναμετρήσεων έγιναν τα τελευταία χρόνια
στη χώρα με έναν νόμο που δίνει ως «μπόνους» στο πρώτο κόμμα το 1/6 του
συνόλου των κοινοβουλευτικών εδρών, εις το όνομα της σταθερότητας της
εξουσίας.
Με περίπου είκοσι εκλογικούς νόμους σε λιγότερες από εννέα δεκαετίες
(συν τις απειράριθμες «υπόγειες» μεταβολές που ενσωματώθηκαν στους
εκλογικούς κανονισμούς καθώς και σε άλλα, άσχετα ενίοτε με το θέμα,
νομοθετικά κείμενα) υπήρξε τέτοια η κατάχρηση του εργαλείου «εκλογικός
νόμος» στην ελληνική πολιτική ζωή επί δεκαετίες, αλλά και τόσες οι...
γκάφες που τη συνόδευσαν, ώστε κάποια στιγμή, με τη συνταγματική
αναθεώρηση του 2001, το πολιτικό σύστημα της χώρας αναγκάστηκε να θέσει
κανόνες περιορισμού της και να συμφωνήσει σε έναν νέο κανόνα, ο οποίος
ισχύει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: ότι κάθε αλλαγή εκλογικού νόμου θα
ισχύει όχι από τις επόμενες αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές. Εμεινε
όμως, όπως πάντοτε, και ένα ανοιχτό «παράθυρο»: αν ο νόμος ψηφιστεί από
τα 2/3 του Κοινοβουλίου, ισχύει και για τις αμέσως επόμενες.
Κι εδώ
ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα. Υστερα από πολύ καιρό που ο εκλογικός νόμος
είχε βγει από την ατζέντα της εκλογικής «μαγειρικής» ακριβώς λόγω αυτής
της δικλίδας ασφαλείας, γίνεται τώρα η προσπάθεια να ξεπεραστεί και
αυτή: να συγκεντρωθούν οι πολυπόθητες 200 ψήφοι, ώστε οι επόμενες
εκλογές να γίνουν με τον νέο νόμο τον οποίο τώρα επεξεργάζεται και
προσπαθεί να περάσει η κυβέρνηση.