Του Γιώργου Καραμπελιά
Η
ελληνική κοινωνία, στο έπακρο απελπισμένη, βρίσκεται προς αναζήτηση του
ισχυρού άνδρα ή της γυναίκας που θα της επιτρέψει να ταυτιστεί
φαντασιακά με κάποια ισχυρή εξουσία, η οποία θα της δώσει επιτέλους την
αίσθηση μιας ισορροπίας και μίας τάξης. Από την αρχή της κρίσης, στις
πλατείες και στις συζητήσεις των «καθημερινών ανθρώπων», μπορούσε κανείς
να διαγνώσει το ισχυρό αίτημα, διατυπωμένο με χιλιάδες τρόπους, για
έναν «ηγέτη», για μια επί τέλους ισχυρή εξουσία που θα βάλει τέρμα στην
«κομματοκρατία» και τη ρεμούλα, θα αντιμετωπίσει τους «τοκογλύφους» και
«θα απελευθερώσει» την Ελλάδα από τους ξένους ληστές. Γι’ αυτό και τα
δεκάδες ή χιλιάδες σχέδια επί χάρτου για αλλαγή του Συντάγματος ‒προς
την κατεύθυνση της περιστολής της νομοθετικής εξουσίας και την ανάδειξη
ισχυρού εκτελεστικού βραχίονα‒ που κυκλοφορούσαν αφειδώς στο εσωτερικό
των αγανακτισμένων, παράλληλα βεβαία με άλλες θετικές προτάσεις για
ενίσχυση της άμεσης δημοκρατίας.
Οι
Έλληνες αναζητούσαν έναν «ηγέτη», σε μια εποχή «λειψανδρίας». Ας
θυμηθούμε ότι προτάθηκαν ή αυτοπροτάθηκαν πολλοί, όπως ο Βγενόπουλος και
άλλοι, μόνο που βέβαια ήταν πολύ αχαμνοί για έναν τέτοιο ρόλο. Αρκετοί
μάλιστα ετοιμάστηκαν να φορέσουν το δίκοχο, με τη ναπολεόντεια και
αυταρχική συμπεριφορά τους, και όχι μόνο ο Κασιδιάρης ή ο Μιχαλολιάκος.
Αυταρχικές προσωπικότητες αναδείχθηκαν πολλές και στο αντιμνημονιακό
στρατόπεδο αλλά απέτυχαν είτε λόγω της ηλικίας τους είτε λόγω του
περιθωριακού τους χαρακτήρα και της έλλειψης πρόσβασης σε κέντρα
εξουσίας. Κοινό χαρακτηριστικό τους η επιδίωξη της δραχμής,
όχι διότι αγαπούσαν τόσο πολύ το εθνικό νόμισμα, ή ότι δεν καταλάβαιναν
τις καταστροφικές οικονομικές συνέπειες που θα επιφέρει σήμερα μια
τέτοια ενέργεια, αλλά διότι η εγκατάλειψη του ευρώ, και κατά συνέπεια
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα σήμαινε πως η χώρα θα έπλεε πλέον σε
«αχαρτογράφητα νερά», χωρίς κανέναν έλεγχο, τουλάχιστον για κάποιο
διάστημα, και υπ’ αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαν οι πλέον αυταρχικές λύσεις να γίνουν εφικτές, σε συνθήκες διάλυσης του πολιτικού συστήματος, της οικονομικής ζωής και του κοινωνικού ιστού. Σε τέτοιες συνθήκες ανθεί το φασιστικό φαινόμενο.
Και αυτός είναι ένας από τους λόγους, εκτός από τους γεωπολιτικούς
–σήμερα μπορώ να μιλήσω ανοικτά για τις μύχιες σκέψεις μου– που, από
την αρχή, ήμουν τόσο συστηματικός αντίπαλος της εγκατάλειψης του ευρώ,
σε αυτές τις συνθήκες, παρότι ήμουν από τους ελάχιστους που είχαν
αντιταχθεί στην είσοδό μας στην Ευρωζώνη. Διότι γνώριζα και φοβόμουν πως
έξοδος, κάτω από αυτές τις συνθήκες, συνθήκες οικονομικής και
κοινωνικής διάλυσης, όχι μόνο θα επιφέρει περισσότερο πόνο και
αποσύνθεση στην κοινωνία, όχι μόνο θα οδηγήσει σε γεωπολιτικές
περιπέτειες και ακρωτηριασμούς, αλλά και θα δώσει την ευκαιρία στο φίδι
του αυταρχισμού και του φασισμού, που εκκολαπτόταν μέσα στην κρίση, να
αναδειχθεί σε όλη του την αποτρόπαιη μεγαλοπρέπεια. Γι’ αυτό και όλοι οι
υποψήφιοι σωτήρες και δικτατορίσκοι, όταν μιλούν για «ανεξαρτησία» της
χώρας, δεν εννοούν την αποτίναξη μιας εξάρτησης αιώνων, που απαιτεί
σχέδιο και προσπάθεια –κατ’ εξοχήν παραγωγική– αλλά την είσοδο σε μια
περίοδο ασυδοσίας όπου θα μπορούν να πραγματοποιηθούν
τα πιο τρελά σενάρια των πλέον παρανοϊκών, αλλά κάποτε και των πλέον
επικινδύνων (παρανοϊκός ήταν και ο Παπαδόπουλος και ο Μουσολίνι και ο
Χίτλερ και ο Ζαν Μπεντέλ Μποκάσα και ο Κιμ Γιονγκ Ιλ).
Και
κάτι που επίσης δεν έχουμε συζητήσει μέχρι σήμερα: το ότι ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής επέμεινε τόσο πολύ για την ένταξή μας στην ΕΟΚ
(Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν ήταν μόνο ως αντίβαρο στην τουρκική απειλή αλλά
και από τον φόβο πως η απριλιανή εκτροπή θα μπορούσε να επιστρέψει στην
πολιτική ζωή της χώρας.
Η φάση της Χρυσής Αυγής
Την πρώτη φάση τη ζήσαμε ήδη με την πρώτη απόπειρα της Χρυσής Αυγής
να βάλει τις βάσεις για μια έφοδο προς την εξουσία, ή τουλάχιστον να
λειτουργήσουν ως πραιτοριανοί μιας σκληρής ακροδεξιάς παρέκβασης. Γι’
αυτό και επιχειρούσαν να δράσουν ως το δυναμικό κομμάτι της δεξιάς. Εξ
ου και τα κολλητιλίκια με τον Μπαλτάκο και οι εξυπνάδες του Χρύσανθου
περί των «δύο άκρων». (Και αυτό όχι γιατί διάφοροι ανεγκέφαλοι των
Εξαρχείων είναι καλύτεροι από τους Χρυσαυγίτες, αλλά διότι, εκείνη τη
στιγμή, ένα τέτοιο σενάριο ήταν βούτυρο στο ψωμί των ναζιστών). Και
καθόλου τυχαία είχαν ήδη κερδίσει τη μισή αστυνομία και τα ΜΑΤ, ενώ
άρχιζαν να αποκτούν βάσεις και στον στρατό, ιδιαίτερα στους κατώτερους
αξιωματικούς. Απέτυχαν για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί,
όπως όλοι οι διψασμένοι για εξουσία φασίστες, βιάστηκαν πολύ (όπως ο
Χίτλερ στην πρώτη απόπειρα της μπυραρίας του Μονάχου) και κυρίως διότι
το σχέδιο του Σαμαρά για πιθανή μελλοντική συμμαχία μαζί τους
προσέκρουσε στις έντονες αντιδράσεις Αμερικανών, Ευρωπαίων και εβραίων. Επί πλέον,
υπάρχει και ένας βαθύτερος λόγος. Η ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι τόσο
«κραγμένη» ως δοσιλογική και παρακρατική ώστε δεν μπορούσε, για την ώρα
τουλάχιστον, να δημιουργήσει το πολιτιστικό και πνευματικό ρεύμα που θα
της επέτρεπε να διεκδικήσει ακόμα την εξουσία, γι’ αυτό και παρέμεινε
στο επίπεδο των τραμπούκων που οδηγήθηκαν στη Φυλακή. Αυτό βέβαια δεν
σημαίνει πως τελείωσε ο ρόλος της, απλώς πήρε ένα πρώτο μάθημα, αλλά
φροντίζει η φίλη μου η Τασία Χριστοδουλοπούλου να της προσφέρει νέα
φυσίγγια στα όπλα της, που προς στιγμήν έπαθαν αφλογιστία.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου στην προεδρία της Βουλής
Όμως,
όσο εξακολουθεί να υπάρχει το αίτημα για ισχυρό ηγέτη και στιβαρή
κυβέρνηση, το οποίο θα τείνει να ενισχύεται μέσα από το μπάχαλο που
ολοκληρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό θα επιχειρήσει να αναζητήσει νέες μορφές για
να εκφραστεί. Σε μια πρώτη φάση, ως Σωτήρας φάνηκε πως θα μπορούσε να
λειτουργήσει ο Τσίπρας, που συγκέντρωσε μια ισχυρή συναίνεση χωρίς να
έχει δείξει τίποτε έως τώρα. Έτσι, στα τυφλά. Όμως ο Τσίπρας δεν
διαθέτει τα προσόντα του στιβαρού ηγέτη, αλλά είναι ο «Αλέξης», το «καλό
παιδί», αναποφάσιστος που το μόνο που γνωρίζει είναι να κάνει
επικοινωνιακά παιγνίδια και καντρίλιες γύρω από τον εαυτό του. Ακόμα και
όταν εκφωνεί «σκληρούς λόγους», λίγοι τον παίρνουν στα σοβαρά. Εδώ
λοιπόν χρειαζόταν ένας άνδρας «με πυγμή». Και μια και δεν διαθέτουμε
τέτοιον, θα μπορούσαμε να βολευτούμε και με μία Φράου, που βγαίνει από
έργα της Βερτμύλλερ και του Παζολίνι. Και έτσι μας προέκυψε η Ζωή
Κωνσταντοπούλου!
Η ανωριμότητα και η
ανικανότητα του Τσίπρα –ή μήπως πρόκειται για μακιαβελισμό, όπως
υποθέτουν κάποιοι– φάνηκε για μια ακόμα φορά σε όλο του το μεγαλείο, με
την ανάδειξή της στην Προεδρία της Βουλής και, παρεμπιπτόντως, η
βλακεία της αντιπολίτευσης που την ψήφισε μετά βαΐων και κλάδων, λες και
δεν γνώριζε την πολιτεία της στην προηγούμενη Βουλή.
Αμέσως
η νέα πρόεδρος άδραξε την ευκαιρία για να μεταβάλει την έδρα της
νομοθετικής εξουσίας σε προσωπικό της φέουδο. Από την πρώτη στιγμή που
ανέβηκε στην έδρα, έδωσε το σήμα της τακτικής και των στόχων της – αν
και τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Άρχισε να συμπεριφέρεται ως δικτατορίσκος
της συμφοράς –με τη δικηγορίστικη φρασεολογία της, ικανή να ψαρώνει τα
«χάπατα» που βρίσκονται στη Βουλή–, υβρίζοντας την αντιπολίτευση,
χαϊδεύοντας τη Χρυσή Αυγή και παραβιάζοντας κατάφωρα το Σύνταγμα και τον
κανονισμό της Βουλής. Λοιδορεί τους αντίπαλους πολιτικούς αρχηγούς και
βουλευτές συστηματικά, έχει μεταβάλει το κανάλι της Βουλής σε προσωπικό
της καραγκιόζ-μπερντέ. Γιατί όμως; Απλώς διότι είναι διαταραγμένη, όπως
ισχυρίζονται πολλοί; Δυστυχώς, όχι. Αλλά έχει προφανείς και διάφανους
στόχους. Δυναμιτίζει συστηματικά οποιαδήποτε συζήτηση και οποιαδήποτε
δυνατότητα συναίνεσης –έτσι οδήγησε, με τα υβρεολόγιά της, την
αντιπολίτευση να αποχωρήσει από νομοσχέδια όπως αυτά της ανθρωπιστικής
κρίσης, και υποδαυλίζει το εμφυλιοπολεμικό κλίμα.
Σε
αυτά τα πλαίσια, χρησιμοποίησε και την παράνομη «επιτροπή Αλήθειας»
(μάλλον οι Έλληνες αριστεροί έγιναν λωτοφάγοι και ξέχασαν τα υπουργεία
Αλήθειας του Όργουελ), που αποτελεί καραμπινάτη συνταγματική εκτροπή.
Διότι δεν συγκροτήθηκε ως κανονική επιτροπή της Βουλής, με συμμετοχή
όλων των κομμάτων, αλλά με διάφορους τύπους που αυτή επέλεξε, (από τον…
Κραουνάκη, με τις μακριές ρόμπες, έως τον περιφερόμενο ξυπόλητο μέσα στη
Βουλή, Τουσαίν) και ο στόχος ήταν προφανής… «να καταργήσει το χρέος με
μία δική της απόφαση», όπως το όνειρο όλων των ψεκασμένων – την ώρα που ο
Τσίπρας διαπραγματεύεται ή, τουλάχιστον, κάνει πως διαπραγματεύεται!
Διότι βέβαια, εάν ήταν κανονική εξεταστική επιτροπή, δεν θα έβγαζε
πόρισμα μέσα σε δύο εβδομάδες, και μάλιστα στην πιο κρίσιμη στιγμή της
διαπραγμάτευσης, και το πόρισμά της θα είχε νομική και επιστημονική
βάση. Αντ’ αυτού, ανέγνωσε ένα κ…χαρτο που, πέραν των άλλων, εξευτελίζει
τη χώρα μας παντού. Η Ζωή ξέρει πολύ καλά πως, εάν η Ελλάδα δεν φύγει από την Ευρωζώνη, δεν θα μακροημερεύσει
ούτε στην Προεδρία της Βουλής, ούτε θα έχουν καμία δυνατότητα να
εφαρμοστούν τα πιο τρελά όνειρά της. Και όμως, στην έναρξη αυτής της
παράνομης και αντισυνταγματικής επιτροπής, παραβρέθηκε ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας (!) και ο Πρωθυπουργός!
Ο εθισμός στον αυταρχισμό και τα «βρωμικα παιγνίδια»
Ομολογώ
ότι από καιρό παρατηρώ αυτό το αντιαισθητικό και αντισυνταγματικό
παιγνίδι που παίζει, έκπληκτος κυρίως από την ανοχή που δείχνουν οι
υπόλοιποι θεσμοί της χώρας απέναντι στο όργιο των παρανομιών της και,
βεβαίως, από την απίστευτη στήριξη που απολάμβανε (πλέον έχει αρχίσει να
αποκαθηλώνεται) από ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, κατ’ εξοχήν των
αντιμνημονιακών, ακόμα και στο περιβάλλον του
Άρδην. Και το
θεωρούσα πολύ ανησυχητικό φαινόμενο, διότι καταδεικνύει πως αναπτύσσεται
μια ροπή προς τον αυταρχισμό, που δεν ανέδειξε μόνο τη Χρυσή Αυγή, αλλά
επωάζεται και αναπτύσσεται σε όλα τα περιβάλλοντα και τις ιδεολογίες.
Όπως έλεγε και ο μεγάλος δάσκαλος του… ψυχιατρικού αυταρχισμού Ζακ
Λακάν, «γνωρίζω πως όλοι θέλετε ένα αφεντικό και εγώ σας το προσφέρω»
[φαίνεται πως αναλογες σαδομαζοχιστικές συμπαραδηλώσεις προκαλεί και η
Ζωή] ! Όμως η φράση που ήχησε στα αυτιά μου σαν καμπανάκι για το επείγον
του ζητήματος ήταν εκείνη του
Γιάννη Πανούση, Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, που βρίσκεται σε μόνιμη σύγκρουση με την κυρία Πρόεδρο, από πρόσφατο άρθρο του:
«Η
Κυβερνώσα Αριστερά ζει και κινείται στο φως. Ό,τι και όποιος ζει στο
σκοτάδι μόνο κακό θα της κάνει. Πρέπει να απαλλαγούμε ως χώρα από τους
«α(σ)κόπως αριστερούς» που κάνουν οτιδήποτε για ν’ αποτύχει η Κυβερνώσα
Αριστερά ώστε να μπορούν και πάλι
να παίζουν τα διπλά – τριπλά
σκοτεινά (και συχνά «βρώμικα») παιχνίδια τους… Ώρα για να ξεδοντιαστούν
όλα τα φίδια που απειλούν την κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία». (Βλ. Γ. Πανούσης, «Οι πραγματικοί εχθροί της Αριστεράς»
http://www.anoixtoparathyro.gr )
Επειδή
οι υπηρεσίες Ασφάλειας της χώρας ανήκουν στην αρμοδιότητά του και
επειδή, πριν από μερικές ημέρες, ανέλαβε και την εποπτεία της ΕΥΠ,
σκέφτηκα ότι κάτι παραπάνω θα ξέρει από μένα και από σας, για να μιλάει
για απειλές ενάντια στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και «φίδια που
παίζουν διπλά και τριπλά παιγνίδια». Με εντυπωσίασε επί πλέον το γεγονός
πως δεν υπήρξε καμία απάντηση στο άρθρο του Πανούση και τους τόσο
βαρείς υπαινιγμούς του. Γνώριζα πως υπάρχει λόμπι της δραχμής από
μπατιρημένους επιχειρηματίες και καναλάρχες ή ιδιοκτήτες φυλλάδων της
συμφοράς που προβάλλουν όσους ιδεοληπτικούς ή απατεώνες παίζουν το
συγκεκριμένο χαρτί. Όμως δεν γνώριζα τις σχέσεις τους με τα «φίδια» που
προφανώς έχουν εκκολαφθεί. Αν ξέρει κάτι πάρα πάνω, ας μας το
κοινολογήσει.
Εγώ πάντως, μπορεί να
μην ξέρω, εμπιστεύομαι όμως τα μάτια μου, τα αυτιά μου, τη μακρά
εμπειρία μου και τις ιστορικές μου γνώσεις. Γνωρίζω, επί παραδείγματι,
πως ο Μουσολίνι ήταν ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του
μαρξιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας, το 1915 (από το οποίο
προήλθε και το Κομμουνιστικό), με τις πιο ακραίες αντιπολεμικές θέσεις
και κατήγγελλε για συμβιβασμένους τους υπόλοιπους σοσιαλιστές ηγέτες.
Σύντομα, όμως, πήρε ένα «μεγάλο πακέτο» από τις γαλλικές μυστικές
υπηρεσίες, άλλαξε στάση και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του που, μερικά
χρόνια μετά, τον οδήγησε στη δημιουργία των fascio και την Πορεία προς
τη Ρώμη. Γνωρίζω ότι, την ίδια εποχή, ο φουτουριστής Μαρινέτι και ο Ντ’ Ανούντσιο
υπήρξαν ιδεολογικοί πρόδρομοι του φασισμού μέσα από την «ποιητική
ασυναρτησία». Κατά συνέπεια, δεν μπορεί τίποτε να με εκπλήξει, παρότι
βέβαια δεν υπάρχουν ευθείες ιστορικές αντιστοιχίες, ούτε βέβαια θεωρώ τη
Ζωή… Μουσολίνι. Αλλά, όπως κάποτε λέγαμε τον Μπένυ «χαϊδευτικά»
Μπενίτο, για τις αυταρχικές και αλαζονικές του συμπεριφορές, έτσι τώρα
τείνει να βρεθεί το θηλυκό του υποκατάστατο αλλά σε πιο επικίνδυνη
στιγμή και ρόλο για τη χώρα.
Παίζοντας με τη φωτιά
Το
ερώτημα είναι τι κάνουν οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και ο
πρωθυπουργός. Θεωρεί μήπως πως τον βολεύει να χρησιμοποιεί τη Ζωή ως
φόβητρο ή, σε κάποιο ακόμα πιο μακιαβελικό σενάριο, την «βάζει μπροστά»
ως πολιορκητικό κριό για να μας οδηγήσει ο ίδιος στη δραχμή, ώστε να
διατηρηθεί στην εξουσία, όπως υποθέτουν πλέον αρκετοί αρθρογράφοι της
δεξιάς; Αν σκέφτεται κάτι τέτοιο, καλό θα είναι να ανακρούσει πρύμναν,
γιατί αυτός και το κόμμα του «δεν το έχουν» για δικτάτορες ή για
χαρισματικοί ηγέτες. Εξάλλου, η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε το πετρέλαιο
που είχε ο Τσάβες, ούτε κυρίως τις λαϊκές δυνάμεις που
τον στήριξαν, και οι εξυπνάδες του Λαφαζάνη και του… Στρατούλη το μόνο
που μπορούν να επιτύχουν είναι να προκαλέσουν μια σαρωτική επανεμφάνιση
της πιο αυταρχικής δεξιάς. Γιατί αυτή είναι η γεωπολιτική και κοινωνική
πραγματικότητα της χώρας και όχι μια «προεπαναστατική κατάσταση», που
υπάρχει μόνο στις ονειρώξεις τους, και όχι βέβαια στο λαϊκό σώμα. Αρκεί
να τους θυμίσω ότι, την Τετάρτη 17 Ιουνίου, ήταν τρεις και ο κούκος στο
Σύνταγμα και κατόρθωσε, την επόμενη μέρα, να τους ξεπεράσει κατά πολύ το
προδιαγραφόμενο μέτωπο των κουστουμαρισμένων.
Αν,
αντίθετα, ο Τσίπρας πιστεύει πως μπορεί απλώς να την χρησιμοποιήσει ως
φόβητρο κατά των δανειστών και των πολιτικών του αντιπάλων, και πάλι
λαθεύει γιατί είναι βέβαιο πως η Ζωή υπονομεύει, πρώτα από όλους, αυτόν
και την πολιτική του, και πως πλέον δεν έχει μείνει χρόνος για μια
τακτική εξευμενισμού της.
Γι’ αυτό
εξάλλου και η εν λόγω κάνει ανοίγματα στους Χρυσαυγίτες και τους
αναρχικούς, μήπως και βρει τη βάση που της έλειπε. Δυστυχώς γι’ αυτήν,
με το λαχανί παλτό της, όμως, δεν μπορεί να βρει παρά μόνο το gay
parade, διότι αυτή είναι η ταξική της υπόσταση, οι παραστάσεις της και
όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ωστόσο, μπορεί να κάνει τεράστια ζημιά
εθίζοντας τον κόσμο στον αυταρχισμό, την παραβίαση κάθε κανόνα, ακόμα
και στο Κοινοβούλιο, και συμβάλλοντας σε μια έξοδο από το ευρώ. Μέχρι
εκεί όμως θα εξαντληθεί ο ρόλος και αυτής και της Ραχήλ. Γιατί πως, άραγε, θα αντιμετωπίσει το μεταναστευτικό ή τα εθνικά ζητήματα; Με τον Κραουνάκη;
Γι’ αυτό μετά θα έλθουν και πάλι εκείνοι που «ξέρουν τη δουλειά» και
δεν είναι εκκολαπτόμενα φίδια, αλλά έχιδνες που περιμένουν την ώρα τους
και μαθαίνουν από τις πρώτες τους ήττες. Ο Κασιδιάρης είναι ακόμα πολύ νέος.
Έτσι,
λοιπόν, ο πρωθυπουργός, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα που υπνώττουν, οι
δημοσιογράφοι που την ανέχονται να τους υβρίζει, θα πρέπει σύντομα να
λύσουν το πρόβλημα «Ζωή», που αποτελεί ντροπή για τη χώρα και
υπονομεύει, όσο μπορεί, την ίδια τη δημοκρατία. Τάχιστα, θα πρέπει να
φύγει από τη θέση του Προέδρου της Βουλής, διότι δεν περιμένω να συμβεί
κάποιο θαύμα και να εξημερωθεί στον ρόλο της. Αντίθετα, θα κάνει ό,τι
μπορεί για να αυξηθεί η εντροπία του συστήματος. Μόνο στη θολούρα
μπορεί να επιπλέει και θα πασχίζει διαρκώς να την επιτείνει.
Αναδημοσίευση από- http://ardin-rixi.gr/archives/193898