Να γίνουμε μοντέρνοι, να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή
μας, είναι ο συλλογικός πόθος, η δυσκολία μας σε αυτή τη χώρα,
τόνισε ο Διονύσης Σαββόπουλος κατά την τελετή αναγόρευσης του σε
επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Οι τραγουδοποιοί λαχταρούμε για εκείνη τη στιγμή που όλα γίνονται ένα. Τολμώ να πω ότι η κατακερματισμένη εποχή μας χρειάζεται συνθέτες μάλλον, παρά καθοδηγητές. Το έχει ανάγκη η ψυχή μας. Το κράμα ανατολής και δύσης που πέτυχε π.χ. ο Βασίλης Τσιτσάνης και που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος, δεν το έχει επιτύχει ο πολιτικός μας βίος, με αποτέλεσμα αλλού να μοχθούμε κάθε μέρα και αλλού να είναι η ψυχή μας».
Έκανε ιδιαίτερα μνεία στη δουλειά του Μ.Χατζηδάκη και του Ν.Γκάτσου, που σε κάνει να νοιώθεις ότι είσαι ένας σύγχρονος Έλληνας, του καιρού μας, που διατηρεί όμως την ιδιοπροσωπεία. Γιατί, αυτό ποθούμε όλοι και αυτή είναι η δυσκολία μας σε αυτή τη χώρα. Να γίνουμε μοντέρνοι να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, έστειλε μηνύματα για το σήμερα, εκφράζοντας τη χαρά του, που ένας παγκοσμίου φήμης τραγουδοποιός, ο Μπομπ Ντύλαν, βραβεύτηκε με το Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας, ενώ σημείωσε και το βάρος αυτής της χειρονομίας στη συγκεκριμένη στιγμή.
Διότι, η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση, η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η ανάδυση ημιάγριων πολιτικών κομμάτων, γεμίζουν με φόβο τις ψυχές των ανθρώπων, που μοιραία σε τέτοιες εποχές, στρέφονται στις καταβολές τους, εκεί όπου επικρατεί η ανάγκη επιβίωσης και το σώζων εαυτόν σωθείτω και η βαρβαρότητα. Αλλά και το φως των ραψωδών, ο Όμηρος και οι λυρικοί ποιητές. Αυτό το φως αισθάνεται κι έρχεται να μας δείξει η Σουηδική Ακαδημία, δίνοντας το Νόμπελ σε ένα κορυφαίο τροβαδούρο της εποχής μας.
O Σαββόπουλος ξεκίνησε συγκινημένος την αφήγηση του από τη γέννηση του, μέσα στα «Δεκεμβριανά του 1944», όπου ένας ΕΛΑΣιτης με μια μοτοσικλέτα με καλάθι μετέφερε στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη, κυοφορούσα αυτόν, μητέρα του και στο πώς, ως νήπιο, πριν ακόμη αντιληφθεί το νόημα των λέξεων που άκουγε στο ραδιόφωνο, ένοιωθε τη μουσικότητά τους.
Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά - σιγά αργότερα …ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό…. γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός… Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω. 'Ακουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, πιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιό το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο.
Στο τραγούδι θέλουμε να απλωθούμε, να ανοίξουμε, να γίνουμε ένα με όλα. Στα αληθινά τραγούδια ο στίχος, η μελωδία, η φωνή και η μπάντα δεν είναι τέσσερα, είναι ένα» είπε ο κ. Σαββόπουλος, εξηγώντας ότι πάνω τους προβάλλονται βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα, η ζωή και ο θάνατος, ο παρελθών και ο μελλοντικός φόβος και όλα αυτά γίνονται ένα.
Στη γιορτή ενώνουμε τα χέρια μας και γυρίζουμε εκεί που ξεκίνησαν όλα. Στο τραγούδι. Αλλά αυτό πρέπει και μπορεί στην εποχή μας να κερδηθεί ξανά μέσα από το δρόμο της προσωπικής ευθύνης και ποτέ μέσα από τα στερεότυπα και τις συνταγές της καταναλωτικής ρουτίνας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος σημείωσε ότι ήταν η μουσική ιδιοφυία του Μάνου Χατζηδάκη που εισήγαγε ένα πιο «εξατομικευμένο, νεωτερικό» τραγούδι, που «άλλαξε το αυτί μας», το οποίο οδήγησε στο λεγόμενο «έντεχνο, ή εναλλακτικό» και επηρέασε και τον ίδιο, χωρίς όμως αυτό να αποκόβεται από την έννοια της συλλογικότητας, της παράδοσης.
Το τραγούδι είναι συλλογικότητα από την κορυφή ως τα νύχια» είπε ο κ. Σαββόπουλος. Από την άλλη, διευκρίνισε, ότι η ποίηση έχει τη δική της μουσικότητα και είναι δύσκολο να μελοποιηθεί επιτυχημένα, όπως μαζικά επιχειρήθηκε για μια εποχή, γιατί «δεν είναι όλοι Μίκης Θεοδωράκης, ούτε έχουν το χάρισμα του.
'Αλλη είναι η μοναχική περιπέτεια της μουσικής και άλλη της ποίησης. Η κοινή μήτρα από όπου ξεκίνησαν πριν χωρίσουν, έχει πια χαθεί. Της απομένει το τραγούδι, σαν μια διαρκής προφητεία του παρελθόντος, σαν ανάμνηση του μέλλοντος.
Ο συνθέτης υπογράμμισε, ότι και ο ίδιος θα ήθελε να ανήκει στη λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης (Ιωάννου, Πεντζίκης, Χριστιανόπουλος, κ.α.) και αφιέρωσε την ομιλία του στον ποιητή, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, ενώ έκανε μνεία και στην προσφορά τραγουδοποιών της πόλης (Ζερβουδάκη, Παπάζογλου, Κουγιουμτζή, Μάλαμα, κ.α.). Πρόσθεσε ότι «η Θεσσαλονίκη έχει για πρόσφυγες και για Ρωμιούς και Έλληνες των χαμένων πατρίδων την ίδια σημασία που έχει μια αγαπημένη θεία, όταν χάσουν τη μάνα τους.
Μόνο στο σπίτι της, μπορείς να δεις την ίδια μαγειρική, το ίδιο εικονοστάσι, το σεμέν επάνω στην τηλεόραση…. Κυρίως, αυτή τη γλυκιά μίξη ανατολής και δύσης, έναν παράξενο κοσμοπολιτισμό… δυόμιση χιλιάδες χρόνια στη μόδα πάντα και πάντα παραδοσιακή.
Η Θεσσαλονίκη, όχι, δεν ήταν μια χαμένη Ατλαντίδα, άλλα ένας κόσμος παλλόμενος που με ακολουθεί, αποκαθιστώντας την χαμένη ενότητα του βίου και το σκορποχώρι της ψυχής μου».
«Είναι η πρώτη φορά, που ένας θεσμός ακαδημαϊκός, ένα ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας μας, αναγνωρίζει εμμέσως την τέχνη μας. Χίλια ευχαριστώ από την καρδιά μου.
Οι τραγουδοποιοί λαχταρούμε για εκείνη τη στιγμή που όλα γίνονται ένα. Τολμώ να πω ότι η κατακερματισμένη εποχή μας χρειάζεται συνθέτες μάλλον, παρά καθοδηγητές. Το έχει ανάγκη η ψυχή μας. Το κράμα ανατολής και δύσης που πέτυχε π.χ. ο Βασίλης Τσιτσάνης και που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος, δεν το έχει επιτύχει ο πολιτικός μας βίος, με αποτέλεσμα αλλού να μοχθούμε κάθε μέρα και αλλού να είναι η ψυχή μας».
Έκανε ιδιαίτερα μνεία στη δουλειά του Μ.Χατζηδάκη και του Ν.Γκάτσου, που σε κάνει να νοιώθεις ότι είσαι ένας σύγχρονος Έλληνας, του καιρού μας, που διατηρεί όμως την ιδιοπροσωπεία. Γιατί, αυτό ποθούμε όλοι και αυτή είναι η δυσκολία μας σε αυτή τη χώρα. Να γίνουμε μοντέρνοι να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, έστειλε μηνύματα για το σήμερα, εκφράζοντας τη χαρά του, που ένας παγκοσμίου φήμης τραγουδοποιός, ο Μπομπ Ντύλαν, βραβεύτηκε με το Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας, ενώ σημείωσε και το βάρος αυτής της χειρονομίας στη συγκεκριμένη στιγμή.
Διότι, η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση, η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η ανάδυση ημιάγριων πολιτικών κομμάτων, γεμίζουν με φόβο τις ψυχές των ανθρώπων, που μοιραία σε τέτοιες εποχές, στρέφονται στις καταβολές τους, εκεί όπου επικρατεί η ανάγκη επιβίωσης και το σώζων εαυτόν σωθείτω και η βαρβαρότητα. Αλλά και το φως των ραψωδών, ο Όμηρος και οι λυρικοί ποιητές. Αυτό το φως αισθάνεται κι έρχεται να μας δείξει η Σουηδική Ακαδημία, δίνοντας το Νόμπελ σε ένα κορυφαίο τροβαδούρο της εποχής μας.
O Σαββόπουλος ξεκίνησε συγκινημένος την αφήγηση του από τη γέννηση του, μέσα στα «Δεκεμβριανά του 1944», όπου ένας ΕΛΑΣιτης με μια μοτοσικλέτα με καλάθι μετέφερε στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη, κυοφορούσα αυτόν, μητέρα του και στο πώς, ως νήπιο, πριν ακόμη αντιληφθεί το νόημα των λέξεων που άκουγε στο ραδιόφωνο, ένοιωθε τη μουσικότητά τους.
Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά - σιγά αργότερα …ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό…. γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός… Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω. 'Ακουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, πιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιό το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο.
Στο τραγούδι θέλουμε να απλωθούμε, να ανοίξουμε, να γίνουμε ένα με όλα. Στα αληθινά τραγούδια ο στίχος, η μελωδία, η φωνή και η μπάντα δεν είναι τέσσερα, είναι ένα» είπε ο κ. Σαββόπουλος, εξηγώντας ότι πάνω τους προβάλλονται βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα, η ζωή και ο θάνατος, ο παρελθών και ο μελλοντικός φόβος και όλα αυτά γίνονται ένα.
Στη γιορτή ενώνουμε τα χέρια μας και γυρίζουμε εκεί που ξεκίνησαν όλα. Στο τραγούδι. Αλλά αυτό πρέπει και μπορεί στην εποχή μας να κερδηθεί ξανά μέσα από το δρόμο της προσωπικής ευθύνης και ποτέ μέσα από τα στερεότυπα και τις συνταγές της καταναλωτικής ρουτίνας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος σημείωσε ότι ήταν η μουσική ιδιοφυία του Μάνου Χατζηδάκη που εισήγαγε ένα πιο «εξατομικευμένο, νεωτερικό» τραγούδι, που «άλλαξε το αυτί μας», το οποίο οδήγησε στο λεγόμενο «έντεχνο, ή εναλλακτικό» και επηρέασε και τον ίδιο, χωρίς όμως αυτό να αποκόβεται από την έννοια της συλλογικότητας, της παράδοσης.
Το τραγούδι είναι συλλογικότητα από την κορυφή ως τα νύχια» είπε ο κ. Σαββόπουλος. Από την άλλη, διευκρίνισε, ότι η ποίηση έχει τη δική της μουσικότητα και είναι δύσκολο να μελοποιηθεί επιτυχημένα, όπως μαζικά επιχειρήθηκε για μια εποχή, γιατί «δεν είναι όλοι Μίκης Θεοδωράκης, ούτε έχουν το χάρισμα του.
'Αλλη είναι η μοναχική περιπέτεια της μουσικής και άλλη της ποίησης. Η κοινή μήτρα από όπου ξεκίνησαν πριν χωρίσουν, έχει πια χαθεί. Της απομένει το τραγούδι, σαν μια διαρκής προφητεία του παρελθόντος, σαν ανάμνηση του μέλλοντος.
Ο συνθέτης υπογράμμισε, ότι και ο ίδιος θα ήθελε να ανήκει στη λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης (Ιωάννου, Πεντζίκης, Χριστιανόπουλος, κ.α.) και αφιέρωσε την ομιλία του στον ποιητή, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, ενώ έκανε μνεία και στην προσφορά τραγουδοποιών της πόλης (Ζερβουδάκη, Παπάζογλου, Κουγιουμτζή, Μάλαμα, κ.α.). Πρόσθεσε ότι «η Θεσσαλονίκη έχει για πρόσφυγες και για Ρωμιούς και Έλληνες των χαμένων πατρίδων την ίδια σημασία που έχει μια αγαπημένη θεία, όταν χάσουν τη μάνα τους.
Μόνο στο σπίτι της, μπορείς να δεις την ίδια μαγειρική, το ίδιο εικονοστάσι, το σεμέν επάνω στην τηλεόραση…. Κυρίως, αυτή τη γλυκιά μίξη ανατολής και δύσης, έναν παράξενο κοσμοπολιτισμό… δυόμιση χιλιάδες χρόνια στη μόδα πάντα και πάντα παραδοσιακή.
Η Θεσσαλονίκη, όχι, δεν ήταν μια χαμένη Ατλαντίδα, άλλα ένας κόσμος παλλόμενος που με ακολουθεί, αποκαθιστώντας την χαμένη ενότητα του βίου και το σκορποχώρι της ψυχής μου».
«Είναι η πρώτη φορά, που ένας θεσμός ακαδημαϊκός, ένα ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας μας, αναγνωρίζει εμμέσως την τέχνη μας. Χίλια ευχαριστώ από την καρδιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου