Γράφει ο Γιώργος Καρελιάς, http://www.protagon.gr
Μέχρι και πέρσι τέτοια εποχή κάθε συζήτηση που αφορούσε άλλον πολιτικό χώρο, πέραν του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, ήταν αδιάφορη. Οι δύο είχαν το μονοπώλιο. Τώρα, κατακαλόκαιρο, «πρωταγωνιστεί» ένα τρίτο κόμμα ή καλύτερα πολιτικός χώρος, που ακόμα δεν έχει οριστικοποιήσει ούτε τη φυσιογνωμία ούτε την ηγεσία του.
Ο χώρος του Κέντρου (της Κεντροαριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας ή όπως αλλιώς τον αποκαλούν) βρίσκεται στη φάση της «ανασυγκρότησης», χωρίς ακόμα να είναι σαφές πώς αυτή θα γίνει, δηλαδή με ποια ηγεσία και σε ποια πολιτική κατεύθυνση. Παρόλα αυτά μέρος της συζήτησης επικεντρώνεται ήδη στο ερώτημα «με ποιον θα πάει» μετά τις εκλογές. Αν, δηλαδή, θα πέσει στην «αγκαλιά» του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ. Η συζήτηση διεξάγεται μέσω άρθρων, συνεντεύξεων και δηλώσεων κυρίως στελεχών του ΠΑΣΟΚ, νυν ή πρώην, που εμφανίζονται να επιχειρούν να το ποδηγετήσουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Η συζήτηση αυτή είναι αποπροσανατολιστική και δεν είναι αποκλειστικής
αρμοδιότητας στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Διότι αφορά και άλλες – υπαρκτές και
όχι πολιτικά κελύφη που δεν έχουν μετρηθεί εκλογικά- δυνάμεις. Μια
τέτοια δύναμη είναι το Ποτάμι, η συμμετοχή του οποίου μπορεί να
προσδώσει δυναμική στο εγχείρημα.
Γιατί είναι αποπροσανατολιστική η συζήτηση περί πιθανών συμμαχιών του κεντρώου χώρου; Για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, διότι προέχει η δική του ανασυγκρότηση και όχι ο ετεροκαθορισμός του. Η χώρα έχει ανάγκη από ένα ισχυρό ενδιάμεσο κόμμα, που μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και όχι από κάποιον κολαούζο του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ.
Δεύτερον, διότι ο χώρος αυτός είναι ευθέως ανταγωνιστικός εκλογικά και με τα δύο μεγαλύτερα (σήμερα) κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απορροφήσει ήδη από το 2015 το μεγαλύτερο κομμάτι των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και έτσι έγινε κυβέρνηση. Μεγάλο μέρος αυτών των ψηφοφόρων έχει απογοητευθεί από τη σημερινή κυβέρνηση και πιθανότατα θα «μετακομίσει» στις προσεχείς εκλογές. Κάποιοι θα μετακινηθούν απευθείας στον διαφαινόμενο νικητή, την ΝΔ. Ετσι γίνεται διαχρονικά. Ομως, οι άλλοι, που είναι και οι περισσότεροι, δεν θα στραφούν εκεί. Αυτούς μπορεί να τους διεκδικήσει ένα ενδιάμεσο κόμμα, άλλωστε αυτή είναι η κοίτη τους. Επομένως, ο χώρος του Κέντρου πρέπει να ασκεί συστηματική και έντονη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για τα καίρια προβλήματα που απασχολούν αυτόν τον κόσμο (την ανεργία, την αποσάθρωση της αγοράς εργασίας, την υγεία κ.ά.) και όχι για ανούσια ή δευτερεύοντα (πχ τους σημαιοφόρους στο… Δημοτικό!), που αποτελούν προνομιακό πεδίο κυρίως για τη ΝΔ.
Και με τη ΝΔ ο χώρος του Κέντρου είναι ανταγωνιστικός και όχι συμπληρωματικός. Οχι για λόγους «ιστορικούς», όπως φαίνεται να πιστεύουν ορισμένα παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που διακατέχονται από την αντιδεξιά λογική των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Αυτή έχει ξεπεραστεί από τον χρόνο, αλλά και από την απουσία των ηγετών που την καλλιέργησαν (Ανδρέας Παπανδρέου – Κωνσταντίνος Μητσοτάκης).
Βεβαίως, στη σημερινή μνημονιακή Ελλάδα, όπου όλες οι κυβερνήσεις, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά, εφαρμόζουν αποφάσεις που υπαγορεύονται από τους δανειστές, ακούγεται λίγο αφελής ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν περιθώρια για ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Παρόλα αυτά η ατζέντα ενός κεντρώου-κεντροαριστερού κόμματος δεν μπορεί να (δίνει την εντύπωση ότι) ταυτίζεται με την αντίστοιχη του συντηρητικού. Διότι τότε θα υπερισχύει το, ισχυρότερο σήμερα, συντηρητικό, χωρίς το άλλο κόμμα να μπορέσει να ξεφύγει από την εκλογική καχεξία του.
Αυτή ακριβώς θα είναι η σημαντικότερη δυσκολία που θα έχει η νέα ηγεσία του υπό ανασυγκρότηση νέου κόμματος, αν η ανασυγκρότηση γίνει με όλες ή με τις σημαντικότερες δυνάμεις του χώρου: να πείσει όσο το δυνατόν περισσότερα στρώματα ψηφοφόρων ότι χρειάζεται ως αυτόνομος ισχυρός πόλος και όχι ως «συμπλήρωμα», κοινώς «τσόντα», του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ.
Αυτόν τον ρόλο μπορεί να θέλουν για το ανασυγκροτούμενο Κέντρο ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν μπορούν, όμως, να τον θέλουν η Φώφη Γεννηματά, ο Γιώργος Καμίνης, ο Σταύρος Θεοδωράκης και όποιος άλλος πιστεύει ότι ο χώρος αυτός έχει κάτι να περισσότερο να δώσει και όχι να εξαϋλωθεί από τους κομματικούς και προσωπικούς μικροϋπολογισμούς.
Αν αυτοί δεν παραμεριστούν, η χώρα είναι καταδικασμένη να ζήσει σε ένα χρόνο από τώρα μια άνευ ορίων προεκλογική σύγκρουση ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ με χαρακτηριστικά παλιότερων δεκαετιών, χωρίς οι μετριοπαθείς δυνάμεις του Κέντρου να μπορούν να παρέμβουν και, κυρίως, να έχουν ουσιαστικό ρόλο μετά. Θα είναι ό,τι χειρότερο. Ποιοι το θέλουν;
Μέχρι και πέρσι τέτοια εποχή κάθε συζήτηση που αφορούσε άλλον πολιτικό χώρο, πέραν του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, ήταν αδιάφορη. Οι δύο είχαν το μονοπώλιο. Τώρα, κατακαλόκαιρο, «πρωταγωνιστεί» ένα τρίτο κόμμα ή καλύτερα πολιτικός χώρος, που ακόμα δεν έχει οριστικοποιήσει ούτε τη φυσιογνωμία ούτε την ηγεσία του.
Ο χώρος του Κέντρου (της Κεντροαριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας ή όπως αλλιώς τον αποκαλούν) βρίσκεται στη φάση της «ανασυγκρότησης», χωρίς ακόμα να είναι σαφές πώς αυτή θα γίνει, δηλαδή με ποια ηγεσία και σε ποια πολιτική κατεύθυνση. Παρόλα αυτά μέρος της συζήτησης επικεντρώνεται ήδη στο ερώτημα «με ποιον θα πάει» μετά τις εκλογές. Αν, δηλαδή, θα πέσει στην «αγκαλιά» του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ. Η συζήτηση διεξάγεται μέσω άρθρων, συνεντεύξεων και δηλώσεων κυρίως στελεχών του ΠΑΣΟΚ, νυν ή πρώην, που εμφανίζονται να επιχειρούν να το ποδηγετήσουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Γιατί είναι αποπροσανατολιστική η συζήτηση περί πιθανών συμμαχιών του κεντρώου χώρου; Για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, διότι προέχει η δική του ανασυγκρότηση και όχι ο ετεροκαθορισμός του. Η χώρα έχει ανάγκη από ένα ισχυρό ενδιάμεσο κόμμα, που μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και όχι από κάποιον κολαούζο του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ.
Δεύτερον, διότι ο χώρος αυτός είναι ευθέως ανταγωνιστικός εκλογικά και με τα δύο μεγαλύτερα (σήμερα) κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απορροφήσει ήδη από το 2015 το μεγαλύτερο κομμάτι των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και έτσι έγινε κυβέρνηση. Μεγάλο μέρος αυτών των ψηφοφόρων έχει απογοητευθεί από τη σημερινή κυβέρνηση και πιθανότατα θα «μετακομίσει» στις προσεχείς εκλογές. Κάποιοι θα μετακινηθούν απευθείας στον διαφαινόμενο νικητή, την ΝΔ. Ετσι γίνεται διαχρονικά. Ομως, οι άλλοι, που είναι και οι περισσότεροι, δεν θα στραφούν εκεί. Αυτούς μπορεί να τους διεκδικήσει ένα ενδιάμεσο κόμμα, άλλωστε αυτή είναι η κοίτη τους. Επομένως, ο χώρος του Κέντρου πρέπει να ασκεί συστηματική και έντονη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για τα καίρια προβλήματα που απασχολούν αυτόν τον κόσμο (την ανεργία, την αποσάθρωση της αγοράς εργασίας, την υγεία κ.ά.) και όχι για ανούσια ή δευτερεύοντα (πχ τους σημαιοφόρους στο… Δημοτικό!), που αποτελούν προνομιακό πεδίο κυρίως για τη ΝΔ.
Και με τη ΝΔ ο χώρος του Κέντρου είναι ανταγωνιστικός και όχι συμπληρωματικός. Οχι για λόγους «ιστορικούς», όπως φαίνεται να πιστεύουν ορισμένα παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που διακατέχονται από την αντιδεξιά λογική των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Αυτή έχει ξεπεραστεί από τον χρόνο, αλλά και από την απουσία των ηγετών που την καλλιέργησαν (Ανδρέας Παπανδρέου – Κωνσταντίνος Μητσοτάκης).
Βεβαίως, στη σημερινή μνημονιακή Ελλάδα, όπου όλες οι κυβερνήσεις, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά, εφαρμόζουν αποφάσεις που υπαγορεύονται από τους δανειστές, ακούγεται λίγο αφελής ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν περιθώρια για ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Παρόλα αυτά η ατζέντα ενός κεντρώου-κεντροαριστερού κόμματος δεν μπορεί να (δίνει την εντύπωση ότι) ταυτίζεται με την αντίστοιχη του συντηρητικού. Διότι τότε θα υπερισχύει το, ισχυρότερο σήμερα, συντηρητικό, χωρίς το άλλο κόμμα να μπορέσει να ξεφύγει από την εκλογική καχεξία του.
Αυτή ακριβώς θα είναι η σημαντικότερη δυσκολία που θα έχει η νέα ηγεσία του υπό ανασυγκρότηση νέου κόμματος, αν η ανασυγκρότηση γίνει με όλες ή με τις σημαντικότερες δυνάμεις του χώρου: να πείσει όσο το δυνατόν περισσότερα στρώματα ψηφοφόρων ότι χρειάζεται ως αυτόνομος ισχυρός πόλος και όχι ως «συμπλήρωμα», κοινώς «τσόντα», του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ.
Αυτόν τον ρόλο μπορεί να θέλουν για το ανασυγκροτούμενο Κέντρο ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν μπορούν, όμως, να τον θέλουν η Φώφη Γεννηματά, ο Γιώργος Καμίνης, ο Σταύρος Θεοδωράκης και όποιος άλλος πιστεύει ότι ο χώρος αυτός έχει κάτι να περισσότερο να δώσει και όχι να εξαϋλωθεί από τους κομματικούς και προσωπικούς μικροϋπολογισμούς.
Αν αυτοί δεν παραμεριστούν, η χώρα είναι καταδικασμένη να ζήσει σε ένα χρόνο από τώρα μια άνευ ορίων προεκλογική σύγκρουση ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ με χαρακτηριστικά παλιότερων δεκαετιών, χωρίς οι μετριοπαθείς δυνάμεις του Κέντρου να μπορούν να παρέμβουν και, κυρίως, να έχουν ουσιαστικό ρόλο μετά. Θα είναι ό,τι χειρότερο. Ποιοι το θέλουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου